Αν δεν είχε προηγηθεί το Moonlight, ένα λυρικό χρονικό ενηλικίωσης μέσα στην τρομακτική, κατάμαυρη Αμερική των '90s, ασχέτως της περιπετειώδους τελευταίας πράξης στο οσκαρικό του φινάλε, τότε θα μιλούσαμε για μια σοκαριστική ανατροπή στο τυποποιημένο σκηνικό των ταινιών που αναμένουμε από το Χόλιγουντ και τα ανεξάρτητα παρακλάδια του.

 

Το ντεμπούτο-δυναμίτης του Τζόρνταν Πιλ Τρέξε αποτελεί το ιδανικό flip side του Moonlight, σε μια χρονιά που φέρνει τα πάνω-κάτω, και μάλιστα στο είδος της φρίκης, ένα αποκλειστικά λευκό ιδίωμα, βιομηχανοποιημένο για να ξεδιψά τις μάζες του σαββατοκύριακου και πακεταρισμένο για να ανατριχιάζει με χρονομετρημένα αναμασήματα και déjà vu. Ο Πιλ (ομόηχος, κατά σύμπτωση, με το ρήμα «ξεφλουδίζω») επιτέλους θέλει να πει πολλά, ευτυχώς χωρίς να τα κατονομάζει, πέρα από την επιφάνεια της εύκολης φρίκης, και το κάνει χωρίς να ξεχνάει τις κωμικές ρίζες του, κυρίως με έναν μελετημένο φόρο τιμής σε κλασικές ταινίες τρόμου, όπως το Μωρό της Ρόζμαρι και το Invasion of the Body Snatcher.

 

Όπως σε όλα τα σπουδαία θρίλερ, κοιτάξτε προσεκτικά, και ακόμη κι αν βρείτε ή μαντέψτε τον γρίφο πιο γρήγορα από την βίαιη επίλυση, θα διαπιστώσετε πως το ζουμί βρίσκεται στους χαρακτήρες.

 

Σταδιακά και μαεστρικά ξεμακραίνει από το απλώς δυνατό thrill, βαθαίνοντας σημαντικά την ταραχή που προκαλεί το δράμα του νέου μαύρου που πηγαίνει να συναντήσει για πρώτη φορά τους γονείς της λευκής φιλενάδας του με αταβιστικό άγχος, γιατί εκείνη δεν έχει φροντίσει να τους (προ)ειδοποιήσει για το χρώμα του. Μάντεψε ποιος θα έρθει το βράδυ, το 2017; Όχι, βέβαια.

 

Ο Κρις (Ντάνιελ Καλούα – αποκάλυψη) δεν έχει βάσιμο λόγο να ανησυχεί, η Ρόουζ τον καθησυχάζει με ερωτική συνενοχή και πειράγματα, αλλά η λογική υποχωρεί μπροστά σε ένα αφομοιωμένο σύμπλεγμα, την υπαρξιακή αγωνία αιώνων υποτέλειας που οδηγεί έναν μορφωμένο, σκεπτόμενο, υγιή Αφροαμερικανό σε έλλειψη πλεονεκτήματος, ακόμη κι όταν παίζει στην έδρα σκεπτόμενων, φιλελεύθερων επιστημόνων, αλλά λευκών. Όταν φτάνει στο σπίτι και γνωρίζεται με τους υποψήφιους πεθερούς του (το ζευγάρι είναι έκδηλα ερωτευμένο) τυγχάνει θερμότατου καλωσορίσματος, και μάλιστα με την παρατήρηση-ξεκάρφωμα του πατέρα για τον κηπουρό και την υπηρέτρια, πως δηλαδή φαίνεται περίεργο που έχουν δύο μαύρους που μιλούν σαν προγραμματισμένα δουλικά και χαμογελαστά τούς υπηρετούν (κληρονομημένοι από παλιά, «ψυχικό» τούς κάνουν, με βαριά καρδιά, και ταυτόχρονα συνείδηση της προοδευτικής φιλευσπλαχνίας). Τα δύο πολύ ανησυχητικά σημάδια έρχονται με φόρα όταν η μητέρα της Ρόουζ βοηθάει, ετσιθελικά, τον Κρις να κόψει το τσιγάρο με ύπνωση, οδηγώντας τον σε ένα βυθισμένο σκοτάδι πέρα από τις αισθήσεις του, και στη μάζωξη των γειτόνων, ένα σμάρι αλλόκοτων και ετερόκλητων ανθρώπων, κατευθείαν βγαλμένο από έναν γνήσιο, πολανσκικό εφιάλτη.

 

Ο Πιλ άλλοτε παγώνει την casual ροή με έναν αμήχανο Κρις μπροστά στο μυστήριο που κρύβεται πίσω από την τέλεια υπολογισμένη συμπεριφορά της οικογένειας, κι άλλοτε παίζει με χιούμορ πάνω στην ουσία της ιστορίας του, αφήνοντας τον θεατή να μαντέψει τι μπορεί να σημαίνουν οι απονενοημένες κινήσεις του υπηρετικού προσωπικού, το ξέσπασμα του μοναδικού μαύρου καλεσμένου στο πάρτι στη θέα του φλας της φωτογραφικής μηχανής και οι παράταιρες, προσβλητικές παρατηρήσεις των φίλων της οικογένειας που ηχούν σαν απολειφάδια αποικιοκρατών που αντικρίζουν δείγμα μαύρου για πρώτη φορά, τον κοιτούν στα δόντια και θαυμάζουν το καλογυμνασμένο του σώμα. Πρόκειται για αίρεση; Εξωγήινους; Ρομπότ;

 

Αν και σε κατάσταση ασυνειδησίας και ενδεχομένως εξαιτίας της, το αποσβολωμένο βλέμμα του Κρις αντικαθρεφτίζει την ανημπόρια αιώνων, μιας ολόκληρης φυλής να αντισταθεί και να αντιδράσει μπροστά σε ένα έγκλημα, αντιγυρίζοντας τη σωματοποιημένη σκλαβιά σε ένα φλας φρίκης από το παρελθόν.

 

Όπως σε όλα τα σπουδαία θρίλερ, κοιτάξτε προσεκτικά, και ακόμη κι αν βρείτε ή μαντέψτε τον γρίφο πιο γρήγορα από την βίαιη επίλυση, θα διαπιστώσετε πως το ζουμί βρίσκεται στους χαρακτήρες. Αυτός είναι ο λόγος, για παράδειγμα, που ο Εξορκιστής του Φρίντκιν επιβιώνει του πράσινου εμετού, του ιπτάμενου κρεβατιού, του εκπαραθυρώματος του ιερέα Κάρας, του υβρεολογίου της δαιμονισμένης Ρίγκαν, του σοκ. Η πιο τρομακτική σκηνή του είναι όταν η μικρή τα κάνει πάνω της κατεβαίνοντας τις σκάλες, απειλεί ανέκφραστη τον σκηνοθέτη και στο πρόσωπο της μητέρας της, της μοναδικής Έλεν Μπέρστιν, διαγράφεται ο απόλυτος τρόμος που δεν έχει διαφυγή. Όπως και η ορθάνοιχτη, παθητική φάτσα της Σέλι Ντιβάλ στη Λάμψη όταν, τρέχοντας αλαφιασμένη στους δαιδάλους του ξενοδοχείου, ανοίγει μια πόρτα και αντικρίζει δύο ακατανόητα όντα να φορούν μάσκες και να κάνουν... κάτι που δεν διακρίνεται (και που μάλλον έχει βγει από την Κόλαση), απόκοσμο, ακόμη πιο ανείπωτο από τη δολοφονική μανία του Τζακ Νίκολσον. Στο Τρέξε οι κακοί δεν είναι οι συνηθισμένοι ρατσιστές της βαθιάς, trash Αμερικής με τα πριόνια και τις τραβηγμένες, νότιες προφορές αλλά μια ήσυχη ελίτ που υποψιάζεσαι πως ψήφισε Ομπάμα και είδε στο σινεμά... το Moonlight – άντε, αφού πήρε τις υποψηφιότητες στα Όσκαρ. 

 

Το γλυκομίλητο ζευγάρι εγκλωβίζει έναν νέο μαύρο που έχει χαλαρώσει από την πολιτική συγκυρία και θεωρεί πως ακόμα κι αν δεν έχει βρει ακόμη τη θέση που πιστεύει ότι του αρμόζει στην κοινωνία ανεξάρτητα από το χρώμα και τη φυλή του, τουλάχιστον βλέπει μπροστά του τις διεκδικήσεις των δικαιωμάτων να ευδοκιμούν και αισιοδοξεί για τα πατήματά του. Ωστόσο, η περπατησιά του δείχνει μια αστάθεια: είναι καλοπροαίρετος όσο και υποψιασμένος. Κι έχει ένα τραύμα, τις τύψεις μιας μητέρας που έφυγε από τη ζωή άδικα και γρήγορα. Όταν οδηγούν με τη Ρόουζ προς το πατρικό της, σκοτώνουν ένα ελάφι που πετάγεται μπροστά τους. Το κοιτάζει καθώς ψυχορραγεί και άθελά του έλκεται προς αυτό, όπως το έντομο στη φωτιά. Αυτόν το συσχετισμό εκμεταλλεύεται η μητέρα της Ρόουζ και τον αιχμαλωτίζει, σαν τρομαγμένο ζώο που παραδίδεται στο διεστραμμένο κέλευσμα μιας ανώτερης δύναμης. Τα δάκρυα κυλούν ποτάμι από το μαρμαρωμένο του πρόσωπο. Δεν είναι απλώς ένας ζωντανός-νεκρός. Παρακολουθεί τη διαγραφή του.

 

Η συγκεκριμένη σκηνή χαράχτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη μου περισσότερο από το εξαιρετικά προσεγμένο σασπένς, τα πολλαπλά στρώματα ρατσισμού που θίγονται και το στακάτο, αλλά κάπως γυμνό (παρά τα εγκώμια που έχει δεχτεί από τη διεθνή κριτική) φινάλε. Αν και σε κατάσταση ασυνειδησίας και ενδεχομένως εξαιτίας της, το αποσβολωμένο βλέμμα του Κρις αντικαθρεφτίζει την ανημπόρια αιώνων, μιας ολόκληρης φυλής να αντισταθεί και να αντιδράσει μπροστά σε ένα έγκλημα, αντιγυρίζοντας τη σωματοποιημένη σκλαβιά σε ένα φλας φρίκης από το παρελθόν. Εκ μεταφοράς, το προσωπικό δράμα του σεναρίου μετατρέπεται σε μια αξέχαστη κινηματογραφική στιγμή, σε μια παρατεταμένη βουτιά στο χειρότερο σενάριο, την απώλεια μιας συνολικότερης ελευθερίας. Ωστόσο, ο Τζόρνταν Πιλ, που μάλιστα γύρισε την ταινία πριν από την εκλογή του Τραμπ, έχει τον τελευταίο λόγο. Και η εκδίκηση, με την όψη του αιματοβαμμένου θρίλερ και το πνεύμα της πολιτικής αλληγορίας, είναι όλη δική του.