Ο Ρίγκαν (Μάικλ Κίτον) είναι ένας ηθοποιός που ελπίζει πως με την τελευταία του φιλόδοξη παραγωγή στο Μπρόντγουεϊ θα καταφέρει, μεταξύ άλλων, να αναβιώσει τη σχεδόν τελειωμένη του καριέρα. Κι ενώ αυτή η βαθιά παράτολμη κίνηση φαντάζει τόσο επίφοβη και οριακά ανόητη, ο άλλοτε σπουδαίος και τρανός κινηματογραφικός υπερήρωας τρέφει υψηλές προσδοκίες. Πιστεύει ακράδαντα ότι το τελευταίο του εγχείρημα θα αναδείξει το καλλιτεχνικό του ανάστημα και θα τον καθιερώσει στο πολιτιστικό προσκήνιο, απαλλάσσοντάς τον από τη ρετσινιά του ξοφλημένου χόλιγουντιανού διάττοντα αστέρα! Με την ημερομηνία της πολυπόθητης πρεμιέρας του έργου του να πλησιάζει απειλητικά, ο πρωταγωνιστής της παράστασης τραυματίζεται σοβαρά και πρέπει να αντικατασταθεί άμεσα. Κατόπιν παρότρυνσης της πρωταγωνίστριάς του Λέσλι (Ναόμι Ουότς) και υπό τις πιέσεις του παραγωγού και κολλητού του φίλου Τζακ (Ζακ Γαλιφιανάκης), ο Ρίγκαν, διστακτικά, αποφασίζει να προσλάβει τον Μάικ Σίνερ (Έντουαρντ Νόρτον), έναν εντελώς ανεξέλεγκτο τύπο που υπόσχεται την έκρηξη στα εισιτήρια της παράστασης αλλά και την προσθήκη αποθεωτικών κριτικών. Καθώς, λοιπόν, ο Ρίγκαν προετοιμάζεται για την πολυαναμενόμενη πρεμιέρα, έχει να αντιμετωπίσει πολλά ανοιχτά μέτωπα στην προσωπική του ζωή.


Το φιλμ με τον παράξενο τίτλο θα μπορούσε κάλλιστα να ονομάζεται Οι ουτοπικές προσδοκίες ενός ξοφλημένου αστέρα, ή Η υπερβολική φιλοδοξία ενός μπερδεμένου καλλιτέχνη, ή, πολύ απλά, και όπως το έχουν πει παλιότερα, Η τραγωδία ενός γελοίου ανθρώπου. Όχι πως ο κεντρικός χαρακτήρας του Birdman, ο Ρίγκαν, ένας πάλαι ποτέ σταρ του σινεμά δράσης που δεν έχει πλέον καριέρα κι ελπίζει σε καλλιτεχνική και προσωπική νεκρανάσταση με το ανέβασμα ενός απαιτητικού έργου στο θέατρο, είναι αντικειμενικά γελοίος, αλλά κάπως έτσι βλέπει τον εαυτό του, επειδή τόσα χρόνια έχει εισπράξει την απόρριψη σε οτιδήποτε έχει επιχειρήσει, εκτός από τον υπερήρωα Birdman, που του χάρισε εφήμερη δόξα και αιώνια κατάρα. Εγκλωβισμένος στο θέατρο, όπου ετοιμάζει πυρετωδώς το ντεμπούτο του στο Μπρόντγουεϊ, ανάμεσα σε υστερίες, προβλήματα και σκαλώματα που σχετίζονται με την παραγωγή (ο Ζακ Γαλιφιανάκης συντονίζει κοπιωδώς), την κόρη του (η Έμα Στόουν με πολλά απωθημένα απέναντι στον μπαμπά), την πρωταγωνίστρια και ερωμένη που ανταγωνίζεται και ζηλεύει, την πρώην σύζυγο και μάνα της κόρης που εμφανίζεται ξανά στη ζωή του με συμφιλιωτικές προθέσεις και τον άρτι αφιχθέντα, ακανθώδη, αλαζόνα πρωταγωνιστή του (ο υπέροχος Νόρτον, που σνομπάρει το χολιγουντιανό «κατακάθι» λόγω της πλούσιας θεατρικής του εμπειρίας, αλλά του εγγυάται κριτικές και εισιτήρια), ο Ρίγκαν συγχέει την κινηματογραφική φαντασία με την πιεστική πραγματικότητα: όταν είναι μόνος του, πραγματοποιεί ασήμαντα υπερ-κατορθώματα όπως ο Birdman, αλλά συγκρούεται με τα πιο απλά πράγματα, καθώς το περιπετειώδες παρελθόν και το άδηλο μέλλον εξαρτώνται από ένα παρόν που αιωρείται μεταξύ συμπληγάδων και ανοιχτών λογαριασμών.


Το Birdman ακούγεται πολύπλοκο και όντως είναι. Ο Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου έγραψε ένα σενάριο με μπόλικες στρώσεις και το σκηνοθέτησε σαν να γκρεμίζεται ο κόσμος και να πέφτει ο ουρανός στο μπαϊλντισμένο κεφάλι του Ρίγκαν (και του θεατή), επιλέγοντας μια free jazz φόρμα, σαν φρενιασμένο, παραισθητικό ποίημα εικόνων, όπως ακριβώς και η μουσική του Αντόνιο Σάντσεζ, ολοκληρωτικά γυρισμένη σε τεχνητό μονοπλάνο κυρίως μέσα στο θέατρο και λίγο έξω από αυτό, στους δρόμους της Times Square, όπου περιφέρεται ημίγυμνος και απελπισμένος ο Ρίγκαν, ή σε ένα μπαρ όπου συναντά κι έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με την πιο κακιασμένη, αρνητικά διακείμενη κριτικό των «New York Times», στην πιο άτυχη σκηνή του έργου, που στήθηκε για λόγους καθαρού εντυπωσιασμού. Όχι πως η σκηνή αυτή έρχεται σε βίαιη αντίθεση με την ηθελημένη υπερβολή στην οποία υποβάλλει τους ήρωες και κατ' επέκταση τους θεατές ο Ινιάριτου, στην οργανωμένη προσπάθειά του να δαμάσει τα θεματικά διλήμματα: το χάος της πυρετώδους καλλιτεχνίας, της επικίνδυνης, καταστροφικής διαχείρισης της φήμης, της ύστατης ανάγκης για ειλικρινή εξιλέωση, της ασταμάτητης σύγκρουσης του ελαφρού Χόλιγουντ με το σοβαρό Μπρόντγουεϊ, του κακομαθημένου σταρ με τα καπρίτσια και τα απωθημένα του έναντι του άστατου άνδρα με τα απομεινάρια της ζωής και των επιλογών του, και τελικά του Εγώ του ενός με τα Εγώ των άλλων – κάτι που αποτυπώνεται θεαματικά και δηλώνεται εμφατικά στις τέχνες και το θέαμα.


Το φιλμ διαθέτει σκηνές ιδιοφυείς και στιγμές τραβηγμένες. Πείθει περισσότερο στα ενδιάμεσα, κρίσιμα περάσματα όπου ο διάλογος φρενάρει, ο ήχος χαμηλώνει και οι ζαλιστικές φωνές σιωπούν, εκεί όπου οι ανταριασμένοι πρωταγωνιστές προσπαθούν να διακρίνουν τι καταλαγιάζει... from all that jazz. Όπως και το έργο που θέλει να ανεβάσει ο Ρίγκαν, διασκευάζοντας Ρέιμοντ Κάρβερ, η ταινία του Ινιάριτου είναι (μαζί με το Interstellar, αλλά σε άλλο επίπεδο) η πιο φιλόδοξη της χρονιάς και ίσως εκείνη που θα κριθεί δικαιότερα με το πέρασμα του χρόνου. Όταν την είδα στην παγκόσμια πρεμιέρα της, στο Φεστιβάλ Βενετίας, δεν μπόρεσα παρά να τη θαυμάσω – τη δεξιοτεχνία του Ινιάριτου και του διευθυντή φωτογραφίας και μαέστρου της ρέουσας εικόνας, Εμάνιουελ Λουμπέσκι, την κλίμακα του οράματός του, το εκτεταμένο σχόλιο πάνω στις τύψεις και την παραφορά. Όμως, όσο κι αν ήθελα, δεν συγκινήθηκα σε ένα έργο που προσπάθησε να στρέψει την εγκεφαλική του σύλληψη σε συναίσθημα. Δεν είχα, επίσης, εκείνη την αίσθηση της ακυβέρνητης μελαγχολίας της Βαβέλ, που ξίνισε με τη μιζέρια του Biutiful, πάντα από τον Ινιάριτου.


Σίγουρα, ωστόσο, η ερμηνεία του Μάικλ Κίτον συνιστά μια ξεχωριστή οντότητα, άξια μεγάλου θαυμασμού από μόνη της. Παραφράζοντας πονηρά και πολυεπίπεδα τη δική του, κυμαινόμενη πορεία από τον θρίαμβο και τις ανοιχτές προοπτικές του Batman, μέχρι την αφάνεια πριν από το εμπνευσμένο κάστινγκ του Ινιάριτου, ο Κίτον δίνει τα ρέστα του σε ένα λαχανιασμένο σπριντ εξιλέωσης, μια νέα αρχή που συνοψίζει μια συνεχή μονομαχία με δαίμονες και ορατούς εχθρούς. Εκπροσωπώντας στην ταινία τον τυπικό χολιγουντιανό πρώην σταρ που βαφτίζεται στην κολυμπήθρα του Μπρόντγουεϊ για να ξαναβρεί τον χαμένο δρόμο της καταξίωσης ως ανεπιθύμητος επισκέπτης στα σιδερόφραχτα χωράφια του νεοϋορκέζικου θεάτρου, ο Κίτον δίνει γροθιές σε πολλούς τοίχους και μεταφέρει στο πανί μια αυθεντική αίσθηση απαξίωσης και απελπισίας. Στις σκηνές που παίζει πάνω στη σκηνή δεν επιδεικνύει δεινότητα, ίσως όμως και να καθοδηγείται από τον Ινιάριτου με αυτόν το σκοπό, δηλαδή να μη φαίνεται αντάξιος του μεγάλου καλλιτεχνικού βάρους που έχει οικειοθελώς αναλάβει και να εκτίθεται από την παγιωμένη μετριότητά του. Για πρώτη φορά στην καριέρα του, ο Κίτον είναι υποψήφιος για Όσκαρ Α' ανδρικού ρόλου (υπολογίστε και άλλες 8 σημαντικές υποψηφιότητες για την ταινία) και απειλεί έντονα τον Έντι Ρεντμέιν, με πολλές πιθανότητες να κάνει την ανατροπή, γιατί το Χόλιγουντ λατρεύει τις εκπλήξεις, τις επιστροφές και, σε σπάνιες περιπτώσεις, τους ρόλους που δεν βασίζονται σε πραγματικούς χαρακτήρες, και δη τους αβανταδόρικα φορτισμένους με προβλήματα υγείας και εθισμών.