Κωμωδία που έγραψε και σκηνοθέτησε ο Βασίλης Μυριανθόπουλος. Ηρωίδα είναι η ατυχήσασα στον έρωτα Σούλα, που ζει μόνη και ήρεμη στις Σπέτσες. Διατείνεται πως ο γάμος δεν είναι προτεραιότητά της, αλλά οι τρεις Πολίτισσες θείες της, οι δυο καλύτερες φίλες της και γενικά όλοι όσοι βλέπουν μια όμορφη δασκάλα στο νησί να σπαταλάει τη χάρη της μέσα σε τέσσερις τοίχους την πιέζουν για αποκατάσταση. Η μαγικά σκληρή λέξη μαγκούφα από το στόμα του σουβλατζή πυροδοτεί την απωθημένη ανασφάλειά της και βάζει στόχο να ξεθάψει τους παλιούς της γκόμενους που έξαφνα τη θυμούνται στα 30στά της γενέθλια και να τους προσκαλέσει για ένα τελικό crash test στο νησί, με τις φίλες της για βοήθεια. Ο Μέμος Μπεγνής είναι μαμάκιας, ο Μιχάλης Μαρίνος είναι τσιγγούνης, ο Κώστας Φραγκολιάς είναι γυναικάς και ο Μάνος Γαβράς (ο πιο αστείος) είναι ζηλιάρης. Πόσο αθεράπευτοι ή πόσο ικανοί είναι να μεταμορφωθούν για χάρη της, αυτό είναι κάτι που θα αποδειχθεί σε μικρό χρονικό διάστημα, αφού η Σούλα έχει θέσει οριστική ημερομηνία για το γάμο της, όπως έχει υποσχεθεί από παλιά σους νεκρούς γονείς της αλλά και στον εαυτό της.

Ο Μυριανθόπουλος καταστρώνει σεναριακό σχέδιο με κωμικό ρυθμό και έχει αρωγό το αέρινο μοντάζ και το σωστό μιξάζ, ενσωματώνοντας τραγούδια και λόγο για να δώσει ενέργεια στην ταινία του. Η Ζέτα Μακρυπούλια, όπως και στοΜόλις Χώρισα, παίζει με κινηματογραφική άνεση και εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Ίσως δεν υπάρχει άλλη σύγχρονη κομεντιέν που να μπορεί να παραλάβει μια ενζενί και να την ενσωματώσει στα ελληνικά χαρακτηριστικά χωρίς να την εκχυδαΐσει η να την καταστήσει υστερική. Παρά τη μικρή της διάρκεια, η ταινία ξεθυμαίνει μέσα στην πρώτη μισή ώρα με υπερβολικές καταστάσεις και κάνει dissolve στις δυο επιρροές της, το Κάτι Τρέχει με τη Μαίρη και το Mamma Mia- η νύφη περιμένει τους υποψήφιους γαμπρούς στο νησί της και το παίζει πολύφερνη γκόμενα μπροστά στους μνηστήρες που κάνουν τα πάντα για να αποδείξουν πως είναι καλύτεροι από αυτό που πραγματικά είναι ή φαίνονται, με σκοπό να κερδίσουν την καρδιά της, και όλοι ρίχνουν κι ένα χορό disco στο τέλος. Αν και δεν περνιέται για κάτι παραπάνω από διασκεδαστική κωμωδία, θα περίμενε κανείς παραπάνω από μια διάσταση, ευρηματικότητα και πρωτοτυπία, και φυσικά μεγαλύτερο κοντράστ σε χαρακτήρες και αστεία για να συνοδεύουν τη στυλιζαρισμένα κατασκευαστική υπερβολή της κωμωδίας.