Η καλλιτεχνική διαδρομή του 80χρονου Αντρέι Κοντσαλόφσκι είναι εξίσου δαιδαλώδης με την τελευταία του ταινία. Ο Ρώσος σκηνοθέτης έκανε το ντεμπούτο του το 1964, ανδρώθηκε στη χώρα του με επιλεκτικά βήματα, τσίμπησε στο αμερικανικό όνειρο, αφήνοντας τη στάμπα του σε περιπέτειες όπως το Τρένο της μεγάλης φυγής (την απώλεσε με το Tango and Cash), βούτηξε με θόρυβο σε διεθνείς τηλεοπτικές υπερπαραγωγές όπως η Οδύσσεια και ο ανεκδιήγητος και μάλιστα τρισδιάστατος Καρυοθραύστης, άφησε στο διάβα του αξιομνημόνευτα έργα, όπως η μεγαλεπήβολη Σιβηριάδα και τα παραγνωρισμένα Ντουέτο για έναν και Άνθρωποι του Βάλτου, και επέστρεψε στα πάτρια εδάφη, αποσπώντας δύο Αργυρούς Λέοντες σκηνοθεσίας με το Postman's white nights και το Paradise, στο οποίο καταφέρνει να δαμάσει την αφηγηματική συνάντηση τριών χαρακτήρων στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μιας Ρωσίδας αριστοκράτισσας, ενός Γάλλου δωσίλογου κι ενός Γερμανού διοικητή. Ο επαναπροσδιορισμός της έννοιας του παραδείσου διατυπώνεται άλλοτε με αφαίρεση και άλλοτε με ωμότητα, καθώς οι τρεις τους διασταυρώνονται περίτεχνα και κουραστικά σε ένα φιλμ με αναμφισβήτητες αρετές, επαναλήψεις και περιττές περιγραφές.