ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

ΒΓΑΛΕ ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΣΟΥ Ο,ΤΙ ΚΡΥΒΕΙΣ Ή ΦΟΒΑΣΑΙ ΝΑ ΠΑΡΑΔΕΧΤΕΙΣ.
 
 

Όλοι έχουμε πράγματα που θέλουμε να τα βγάλουμε από μέσα μας. Αλλά διστάζουμε να τα παραδεχτούμε ακόμα και στους πιο κοντινούς μας ανθρώπους. Όμως, αμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία δεν είναι...

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΣΕ ΙΑΤΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Ή ΕΙΝΑΙ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΗΣ ΣΤΗΛΗΣ ΔΕΝ ΕΓΚΡΙΝΟΝΤΑΙ
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΟΥ
24.2.2015 | 03:21

Ελεύθερος. (Φάτε μια οθονιά τώρα)

Θέλω να ταξιδέψω.Αφήστε με να διορθώσω: χρειάζομαι να ταξιδέψω. Είμαι εικοσιεφτά χρονών. Ένας ζωντανός σκελετός με μαλλιά σκιάχτρου και βλέμμα κενό.Δεν μισώ τον εαυτό μου, αν σας δημιουργεί αυτήν την εντύπωση η περιγραφή μου. Είμαι απλά ρεαλιστής. Πάνε χρόνια που έπαψα να με μισώ.Πάνε τέσσερις μήνες που "βγήκα". Δυο χρόνια ήμουν φυλακή.Δε θέλω να γράψω για τη παραμονή μου. Δεν θα είναι αυτό που με χαρακτηρίζει. Δεν θα το επιτρέψω, ούτε στους άλλους, ούτε στον εαυτό μου.Για να πω την αλήθεια, δεν ξέρω τί θέλω να γράψω. Απλά, περιμένω... έναν φίλο. Και βαριέμαι. Βαριέμαι απίστευτα. Και όταν βαριέμαι, κάνω βλακείες. Δεσ'το σαν πείραμα, αν θες. Να δω τί απαντήσεις θα μαζέψω. A social experiment, που θα έλεγαν οι αγγλόφωνοι. Και για να τεστάρω αν γράφω όσο καλά λέγανε ότι γράφω οι φίλοι μου........Όταν ήμουν δεκατεσσάρων, ανακάλυψα τη δημοσιότητα. Έτυχε να γίνω δημοφιλής στο σχολείο, γιατί ήμουνα καταληψίας και αλάνι και μάγκας ολκής. Και μ'άρεσε. Μ'άρεσε που όλοι σφάζονταν για να τραβήξουν την προσοχή του "αλήτη". Έκανα παρέα με μεγαλύτερους, έπινα τα κέρατά μου και ο κώλος μου είχε γίνει ένα με τη σέλα του GLX (χωρίς ποτέ να έχω λεφτά για βενζίνη), έπαιρνα τσιγάρα απ'όλους χωρίς να έχω ποτέ για να δώσω, και υπήρχαν συνομήλικοί μου που έλεγαν με περηφάνια ότι τους ψείρισα τον αναπτήρα ή την τελευταία μπάρα. Λες και έτσι έκλεβαν λίγο απ'την αίγλη μου στα μάτια των συμμαθητών μας.Στα δεκαπέντε πέθανε ο πατέρας μου, και μ'έστειλαν να ζήσω με την θεία μου. Τότε άρχισαν τα προβλήματα. Θυμάστε πως είπα ότι όταν βαριέμαι, κάνω βλακείες; Εδώ ταιριάζει αυτή η δήλωση. Κόλλησα με μια παρέα λυκειόπαιδων, μερικοί είχαν μείνει δυο-τρείς φορές. Δεν ήταν και τα χειρότερα παιδιά που ήξερα. Δεν ήταν και τα καλύτερα. Μια μέρα, σ'ένα "πάρτι", ένας αποφάσισε να το ρίξει στην τοξοβολία, εκεί μπροστά μας. Άλλος είχε χάπια. "Διαλέγεις ένα από τα δύο."Μακάρι να μπορούσα να πω ότι σηκώθηκα και έφυγα. Όχι γιατί μετανιώνω εγώ, αλλά γιατί σίγουρα είναι καλύτερη ιστορία.Δεν με πίεσαν. Σιγά μή το έκαναν. Ποτέ δε σε πιέζουν οι άλλοι. Εσύ βάζεις τον εαυτό σου στο τρυπάκι "κι αν δεν το κάνω; θα με πάρουν για φλώρο"Πήρα τα χάπια. Και ήμουν χαρούμενος. Ένιωθα ξαφνικά πως έγινα ο θρύλος που με έβλεπαν οι συμμαθητές μου. Βασιλιάς του κόσμου, παντοκράτορας. Δεν φοβόμουν τίποτα, κανέναν, δεν υπήρχαν συνέπειες........"Φαύλος κύκλος" λένε κάποιοι. Διαφωνώ. Δεν είναι κύκλος. Ο κύκλος υπονοεί ότι ξαναβρίσκεσαι στην αρχική σου κατάσταση.Εγώ προτιμώ να λέω "downwards spiral". Πέρα από το ότι είναι και γαμώ τα άλμπουμ, είναι πιο ακριβές. Μια σκάλα. Αρχίζεις την κάθοδο, που η κάθοδος είναι ο εθισμός, η ανάγκη. Και όλο και κατεβαίνεις. Και δεν βρίσκεις το πάτωμα, μέχρι που βρίσκεσαι στη μέση της σκάλας. Δεν βλέπεις ούτε την αρχή, ούτε το τέλος. Δεν έχεις άλλες επιλογές, παρά μόνο αυτές τις δύο: συνέχισε να κατεβαίνεις, ή γύρνα πίσω.Εγώ ήμουν στη μέση όταν καταδικάστηκα........Το πρωί ξύπνησα με μια περίεργη απουσία συναισθημάτων. Άνοιξα ένα συρτάρι, μπας και βρώ τις παρτιτούρες που δεν έχω περάσει ακόμη στο κινητό μου, και έπεσα πάνω σε μια παλιά φωτογραφία μου. Δεκάξι θα'μουν. Βάζω τα κλάματα για κάποιο λόγο. Ήμουν μικρός, γαμώτο, ήμουν μικρός...Όχι. Ποτέ δεν ήμουν μικρός. Πάντοτε ο μεγάλος, ο σκληρός, ο "άντρας"... και κλαίω για μια φωτογραφία. Ήμουν; Είμαι, άραγε, ακόμα;Πάω στο μπάνιο να πλύνω το πρόσωπό μου, και το ξυράφι μου χαμογελάει αμέσως. Με τρεμάμενα χέρια το πιάνω. Πλησιάζω το δέρμα μου, εκεί, κοντά στον καρπό-"Δε θέλω να το κάνεις αυτό πια, ακούς;!"Το πετάω στο νεροχύτη. Κάθομαι στο ντους και χαλάω ζεστό νερό, με τη φωνή του ν'αντηχάει μέσα στο κεφάλι μου."Υποσχέσου μου ότι δε θα το ξανακάνεις."Ηλίθιε. Ηλίθιε, βλάκα Τζίμη... έσωσες εμένα και δεν κατάφερες να σώσεις τον εαυτό σου. Δεν πειράζει. Εγώ σε θυμάμαι. Θυμάμαι τον τρελό που δεν μιλούσε σε κανέναν και καθόταν σε μια γωνία μόνος του, ζωγραφίζοντας. Ατελείωτες αυτές οι ζωγραφιές σου ρε Τζίμη. Πάντα τους έβρισκες ελαττώματα. Μόνο στους ανθρώπους δεν έβρισκες. Ακόμη και σε μένα, με τα γαζιά στο σώμα και τις χαρακιές μου, με τα τατουάζ, τα πεταχτά κόκκαλα, τα σκουλαρίκια παντού και την ακμή που σημάδεψε το πρόσωπό μου, δεν έβρισκες ελάττωμα. Ελπίζω να μη σε ξέχασαν και οι άλλοι. Εγώ σε θυμάμαι.Βλάκα Τζίμη. Δε χρειάζεται να μου φωνάζεις πια. Δεν άκουσες; Οι φλέβες μου δεν βγάζουν πια αίμα... κάηκαν. Σαν τις χορδές τις κιθάρας μου στον ήλιο, θυμάσαι; Τον Ιούλιο εκείνο, που καθόμασταν στην παραλία -σου τραγουδούσα το Heart of Gold- και έσπασαν οι χορδές από τη ζέστη;.......Πονούσα. Πονούσα όταν το πρωτοέκοψα. Με άγγιζες για μισό δευτερόλεπτο και έχανα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Και κάθε άγγιγμα, και το πιο αθώο ακόμα, το ένιωθα χίλιες φορές πιο δυνατό. Ήθελα να μην νιώθω. Δεν έτρωγα, γιατί δεν μπορούσα να σηκώσω τα χέρια μου από την εξάντληση. Έφτασα να ζυγίζω με το ζόρι 50 κιλά, 1,80 γομάρι... Με το ζόρι με έσερναν από το κελί και πίσω. Δεν είχα δύναμη ούτε να γκρινιάξω, ή να ουρλιάξω από τον πόνο. Μετά το σώμα μου συνήθισε. Τον κλώτσησα γρήγορα τον εθισμό.Εφιάλτες δεν θα σταματήσω ποτέ να βλέπω, το ξέρω. Δεν με πειράζει. Δεν είναι κάτι καινούργιο.Αντί να βλέπω ότι αποτυγχάνω στο σχολείο, βλέπω ότι έχω στα χέρια μου τη δόση μου και κανένα μέρος δεν με εμπνέει να σουτάρω.Τα ίδια σκατά δηλαδή από άγχος. Μή σου πω ότι τώρα τουλάχιστον βλέπω μόνο αυτόν τον εφιάλτη, και αυτό μια φορά στο τόσο.Τις άλλες νύχτες κοιμάμαι ήσυχα. .......Μεθαδόνη πήρα μια βδομάδα. Μετά την έκοψα μόνος μου. Μαχαίρι. Δεν άντεχα. Οι παρενέργειες έλεγα πως θα με σκοτώσουν.Ζαλιζόμουν, έκανα εμετούς συνέχεια, αιμορραγούσαν τα ούλα μου, έβρισκα μελανιές που δεν εξηγούνταν από την ατζαμοσύνη μου, ήμουν αδύναμος, κουρασμένος, έβηχα, δυσκολευόμουν να αναπνεύσω, είχα άγχος συνέχεια, ταχυκαρδία, γάμησέ τα. Χίλιες φορές το στερητικό. Δεν ξαναπάτησα στην κλινική, και αν το διαβάζει αυτό κάποιος που με ήξερε από κει, όχι, δεν ξανακύλησα. Το υποσχέθηκα εγώ ότι θα το κόψω. Το έκανα........Τον πρώτο μήνα που βγήκα, φοβήθηκα. Δεν ήξερα τί να κάνω. Τί να φάω. Πότε να φάω. Τί ώρα να ξυπνήσω. Μου πήρα καιρό να ξεχάσω να περιμένω τον φύλακα. Ποιόν φύλακα; Δεν έχεις πια φύλακα, χαλάρωσε. Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, χωρίς να δίνεις λόγο σε κανέναν.Τί να πρωτοκάνω, άραγε;Γάμα το αυτό. Τί θα φάω; Πίτσα, σουβλάκια; Goody's; Ή μήπως να μαγειρέψω κάτι; Τί; Μακαρόνια με κιμά, που είναι και εύκολο. Μή κάψω το σπίτι μου, ακόμη δεν γύρισα. Ναί, αλλά τί κιμά; Τί μακαρόνια; Γάμα το, θα πάρω Goody's καθώς γυρνάω. Ή μήπως...Όλα ήταν πιο εύκολα όταν δεν είχα άλλη επιλογή. Όταν δεν εξαρτιώνταν τα πάντα από μένα. Ούφ. Ωραία. Ας βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά. Τί χρειάζομαι. Ρούχα. Δεν μου κάνουν όλα τα παλιά μου ρούχα. Έχασα τόσο βάρος.Ρούχα, λοιπόν. Δεν μπορώ να ψωνίσω μόνος. Ποιόν θα πάρω μαζί;Ο Τζον. Ο Τζον θα με βάλει σε σειρά.Κανονίζει αυτός, κόβει και ράβει όπως θέλει. Πρώτα ρούχα, μετά σουβλάκια και PlayStation σπίτι του. Περνάμε καλά. Νιώθω μια γαλήνη όταν ξαπλώνουμε στον καναπέ να δούμε κανένα χαζό μεσημεριανάδικο, να κάψουμε κι άλλα εγκεφαλικά κύτταρα. Γελάμε, λέμε μαλακίες, ψευτοτσακωνόμαστε για το ποδόσφαιρο και ταινίες. Κάποια στιγμή γυρίζω και τον κοιτάω."Χάνομαι, Τζον. Ο κόσμος μου ήταν δύο δωμάτια και τώρα χάνομαι. Φοβάμαι."Με αγκάλιασε, μου ανακάτεψε τα μαλλιά. Έπλεξε τα δάχτυλά του με τα δικά μου τα κοκκαλιάρικα"Μή φοβάσαι, βρε χαζό. Δε θα σε αφήσω να χαθείς.".......Τώρα ζω μόνος. Κάτι πρέπει να κάνω σωστά, αλήθεια. Δεν έχω κυλήσει. Δεν πίνω και δεν καπνίζω πολύ, αν και ξέρω πως θα μπορούσα να το κάνω. Δεν θα με σταματήσει κανένας. Είναι αστείο, όταν το σκέφτομαι. Αν θέλω, μπορώ να πιώ ένα μπουκάλι βότκα και να φάω δέκα σοκολάτες, και κανένας δε θα μου πει τίποτα.Άλλα δεν θέλω να το κάνω. Παράξενο πράγμα ο άνθρωπος. Όταν δεν μπορούσα, ήθελα, και τώρα δεν μου περνάει καν από το μυαλό.Θέλω να ταξιδέψω. Να δω μέρη που δεν έχω δει στη ζωή μου. Να ανάψω φωτιά στην παραλία αγκαλιά με τον κολλητό μου -πλέον συστήνεται και ως αγόρι μου. Να μπούμε στο βανάκι του και να γράψουμε χιλιόμετρα. Να έχουμε μπροστά μας το δρόμο και τον ανοιχτό ουρανό. να μην ξαναδώ την πόλη που κόντεψε να με σκοτώσει για τρεις μήνες. Να γνωρίσω, έστω, τη χώρα αυτή γαμώτο. Κοντεύω τα τριάντα και δεν έχω δει τίποτα. Δεν έχω βγει ποτέ από την Αθήνα. Το χρειάζομαι να ταξιδέψω........Για να κλείσω: εγώ σώθηκα. Με έσωσαν, μάλλον. Δεν φοβάμαι, τώρα. Είμαι ελεύθερος. Πάω σινεμά με το αγόρι μου, αν παίζει καμιά ταινία, πάμε σε κλαμπ και κοπανιόμαστε μέχρι το πρωί, βγαίνουμε κάθε πρωί για τρέξιμο. Βγαίνουμε γενικά. Δεν θέλω να είμαι σπίτι, όχι όταν μπορώ να είμαι έξω, εκεί που βλέπω τον ουρανό, κι ας μην βλέπω τα αστέρια. Καθόμαστε στο μπαλκόνι και παίζω κιθάρα. Τραγουδάω, άμα έχω κέφια. Α, και διαβάζω. Διαβάζω πολύ. Παίζουμε βιντεοπαιχνίδια, δεν τον πειράζει που είμαι άχρηστος.Τώρα τον περιμένω σε μια καφετέρια της γειτονιάς μας, χαμογελάω μόνος μου. Είμαι ελεύθερος. Όχι από τη φυλακή. Από τον εαυτό μου.Παίζει και το Boom Clap.Τί; Εμένα μ'αρέσει.
1
 
 
 
 
σχόλια

ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ