Οι Ίθαν Χοκ και Ζυλί Ντελπί επιστρέφουν στους ρόλους του Τζέσι και και της Σελίν και μοιράζονται μαζί μας το τρίτο μέρος μιας ξεχωριστής ιστορίας αγάπης. Μετά τη Βιέννη (Πριν το Ξημέρωμα) και το Παρίσι (Πριν το Ηλιοβασίλεμα), η κάμερα του Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ περιπλανιέται παρέα με τους πρωταγωνιστές από το σπίτι του αείμνηστου περιηγητή συγγραφέα Patrick Leigh Fermor στην Καρδαμύλη μέχρι την Πύλο και την Κορώνη. Σε αυτήν τη γραφική διαδρομή με φόντο την καλοκαιρινή Ελλάδα μας αποκαλύπτεται με αφοπλιστική αμεσότητα τι επιφυλάσσει η ζωή για το ιδιαίτερο αυτό ζευγάρι.

Το δράμα μιας σχέσης συνυφαίνεται με το μυστήριο του έρωτα. Δεκαοκτώ χρόνια μετά την πρώτη τους συνάντηση, και με ενδιάμεσο σταθμό το Παρίσι, ο Τζέσι και η Σελίν είναι πλέον μαζί, έχουν δίδυμες κόρες, οι καριέρες τους βρίσκονται στο απόγειό τους, αλλά ο έρωτας, ενώ υπάρχει, αποδεικνύεται ένα δύσβατο ταξίδι. Εκτός από ένα ιντερλούδιο που περιλαμβάνει μεσημεριανό γεύμα κι ένα μπάνιο στη θάλασσα, η ταινία αποτελείται από τρεις αξιομνημόνευτες, μεγάλες διαλογικές σκηνές, μονοπλάνα ή στο στυλ της σεκάνς που διακόπτεται ελάχιστα από μοντάζ. Η πρώτη, μέσα στο αυτοκίνητο, αριστοτεχνικά εκτελεσμένη από τους ηθοποιούς, δίνει τον κυμαινόμενο τόνο της ηλικίας, με τις σκέψεις να βαραίνουν παρά την υπόσχεση της καλοκαιρινής ανεμελιάς. Η δεύτερη είναι η βόλτα από το κάστρο μέχρι την πόλη, ένα χαλαρό περπάτημα μέσα στα φυσικά χρώματα της δύσης, εκεί που το απομεσήμερο ξεθωριάζει γλυκά: το ζευγάρι αβίαστα φλερτάρει, με το προνόμιο της οικειότητας να οδηγεί το βήμα και τα λόγια τους σε έναν κρυφό προορισμό. Η τρίτη σκηνή είναι μέσα σε ένα τυπικά ελληνικό, τουριστικό δωμάτιο. Το έχουν αποδεχτεί ως δώρο φίλων και φαντάζει ως καταφύγιο για σεξ για ένα ζευγάρι που δεν έχει τον χρόνο και τον χώρο να χαρεί όπως θέλει. Εκεί ξεσπά η κρίση, διότι η Σελίν πρέπει να πάρει μια επαγγελματική απόφαση που απειλεί την ισορροπία της σχέσης τους. Το σκέφτεται, και ενώ ο Τζέσι δεν είναι εναντίον της, πυροδοτεί τη σύγκρουση των εγωισμών, καθώς μιλάμε για δημιουργικές προσωπικότητες με διαφορετική νοοτροπία. Μέσα από τις κουβέντες τους, με ζηλευτή φυσικότητα ξεδιπλώνεται το αδιευκρίνιστο συστατικό της ερωτικής χημείας και του ρομάντσου στην πλήρη του έννοια. Δύο άνθρωποι που πλέον μοιράζονται τα πάντα μαλώνουν σαν να είναι έτοιμοι να τα χάσουν όλα, αλλά με τη δύναμη του έρωτα η επαφή τους αναγεννιέται, σαν να απλοποιείται το αδιέξοδο και να εξατμίζεται ο θυμός, χωρίς δηλωμένη διαχείριση κρίσης. Το love affair των δυο τους, αν και τοποθετείται με ακρίβεια και λεπτομέρειες μέσα από τις τρεις χρονικές περιόδους, την αναπάντεχη, σπινθηροβόλα συνάντησή τους σε κενό αέρος, το δεύτερο ραντεβού με ένα απαλό bras de fer και τις νόστιμες διεκδικήσεις τους, και τώρα τις συντεταγμένες διακοπές με την οικογένεια που δημιούργησαν, και με όλη την ένταση που υποβόσκει στη ρουτίνα και στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, φαίνεται πως απεγκλωβίζεται από τον χρόνο και ανήκει στο διηνεκές. Μεγαλύτερη φιλοφρόνηση από το να σου πουν πως είσαι πλασμένος για το ταίρι σου, κάτι που οφείλεται στην υποκριτική δουλειά της Ντελπί και του Χοκ, είναι ίσως να παντρεύεις τις στιγμές σε ένα αξεδιάλυτο, συνεχόμενο παρόν. Για το τελευταίο, αυτουργός είναι ο Λίνκλεϊτερ, με την οξυδέρκεια και την ευαισθησία του. Μετατρέπει ένα λεκτικό μακρινάρι με συγκεκριμένο κινηματογραφικό λεξιλόγιο σε ένα μικρό ποίημα για τα πρόσωπα του έρωτα, προσκαλώντας τον θεατή να ψάξει τις σιωπές και τις ανάσες δύο κατά βάση πολυλογάδων. Επιπλέον, αρνείται με χάρη να υποκύψει στο φολκλόρ, παραδίδοντας στο κοινό μια Ελλάδα να την πιεις στο ποτήρι, μακριά από στερεότυπα και ευκολίες, με ένα άγγιγμα διάχυτου φωτός από τον διευθυντή φωτογραφίας Χρήστο Βουδούρη (Άλπεις). Είναι η πιο ώριμη ταινία του Λίνκλεϊτερ, με διαφορά η καλύτερη από τις τρεις της σειράς και μία από τις πληρέστερες και πιο διαφωτιστικές ιστορίες αγάπης που είδαμε στο σινεμά.