«Το quote της Κιτσοπούλου για τους μαύρους πού ακριβώς είναι;»Είναι απ' το Κοντέινερ 2 της Ελευθεροτυπίας, 2009-12, σ. 8. Ο «ωραίος μαύρος» είναι στην τρίτη παράγραφο απ' το τέλος.ΤΟΠ ΜΟΝΤΕΛ_Λένα ΚιτσοπούλουΗ ελληνική οικογένεια είναι ένα τετράποδο που ζει εκτός ζωολογικούκήπου. Η ελληνική οικογένεια κλείνει πακέτα φτηνών διακοπών. Ο μι-κρός γιος δεν έχει μπει ποτέ σε αεροπλάνο. Αφού τα χωριά καταγω-γής των γονέων, δεν έχουν αεροδρόμια. Το παιδί έχει πήξει στο πλοίοκαι στο Κ.Τ.Ε.Λ., από μικρό με μια χάρτινη σακούλα ξερατού σαν μά-σκα οξυγόνου, από μικρό τρέχει να πιάσει τον καλό καναπέ στο πλοίο,πιάσε τού λένε και τις πολυθρόνες, βάλε τα μπουφάν να μην κάτσεικανένας άλλος. Πιάσε και τις οχτώ θέσεις, κι ας είμαστε τέσσερις. Ημάνα του τον κρατάει από τον καρπό και τον σέρνει στους διαδρό-μους του αεροδρομίου, αυτός κοιτάει γύρω γύρω σαν χάνος, η μά-να τον σέρνει, μη σκοντάψει το παιδί πουθενά, η μάνα τον αναγκάζεινα είναι χάνος, αφού το τράβηγμά της προηγείται της οποιασδήποτεπρωτοβουλίας του μικρού πλάσματος. Μαλάκας είναι να κάτσει να δειαν έχει μπροστά του σκαλοπάτι; Αφού η Ελληνίδα μαμά του θα το δειπριν από αυτόν και θα του ξεκολλήσει το χέρι από τη μασχάλη προ-κειμένου να τον ανασηκώσει για να πηδήξει το εμπόδιο. Όχι, βέβαια.Δεν είναι μαλάκας. Ακόμα.Στα DUTY FREE η μαμά τού αγοράζει Τομπλερόν, σε οικογενειακό μέ-γεθος. Να χοντρύνεις αγόρι μου. Το πάχος είναι υγεία.Η κόρη της οικογένειας, αρκετά μεγαλύτερη, έχει μπει στην εφηβεία,έχει σκουλαρίκι στον αφαλό και στη γλώσσα, θέλει να μοιάσει στο ξέ-νο πρότυπο, αλλά η γαμψή μύτη του σογιού και η κρητική τριχοφυΐαστο σβέρκο, δεν το επιτρέπει, προδίδει την ελληνικότητα και παρό-λο που η μικρή είναι έτοιμη πια για το Lower και ξέρει όλα τα στιχάκιατων ξένων τραγουδιών απ’ έξω, θα την κατατρέχει πάντα το λάδι τουχωριού, το μπιτόνι στα κάτω ντουλάπια της κουζίνας.Ο πατέρας λέει φιλελεύθερες κουβέντες, του τύπου, «να παντρευ-τείς κορίτσι μου, όποιον αγαπήσεις, ν’ ακολουθείς πάντα την καρδιάσου, να κάνεις όποιο επάγγελμα θέλεις, αρκεί να το αγαπάς», μέσατου όμως κάνει τον μικρό σταυρό του, που του έμαθε η μάνα του, κου-βαλάει ακόμα τα φτυσίδια της καλόκαρδης μάνας του, που τον σώ-ζανε από τις βασκανίες και τα κακά μάτια, κι ας έχει μάθει πια και τοlaptop, δεν σώζεται ο άνθρωπος.Η ελληνική οικογένεια επιστρέφει ύστερα από ένα ωραιότατο τριήμε-ρο με ημιδιατροφή και τα όλα του, ξεμπουκάρει από τη θύρα των αφί-ξεων και το θαύμα της κλωνοποίησης αποκαλύπτεται σπρώχνοντας τοκαροτσάκι. Γιος ίδιος με πατέρα. Μάνα ίδια με κόρη. Ή το αντίθετο.Στρίβουν οικογενειακώς προς τα αριστερά και το προφίλ τους είναιολόιδιο. Η γιαγιά ίδια με όλους, σε μπόι, σε χρώματα, σε ύφος, σε ιδέ-ες και φυσικά σε προφίλ, τους περιμένει με την αγκαλιά της ανοιχτή.Η ελληνική συγκίνηση σφιχταγκαλιάζεται, το ελληνικό κλάμα ενώνε-ται, ακόμα κι αν ήταν τριήμερη η απουσία, στο ελληνικό μυαλό εί-ναι πάντα ξενιτεμός. (Ευτυχώς που έχει σταματήσει το χειροκρότημαστην προσγείωση, αλλιώς θα έπρεπε να χειροκροτάμε και τους ταξι-τζήδες όταν μας πηγαίνουν στο σπίτι μας). Το ελληνικό κλάμα στα αε-ροδρόμια, που πηγάζει από το αίσθημα «επιστρέψαμε σώοι και αβλα-βείς», δεν μοιάζει με κανένα άλλο. Περιέχει ευχαριστίες στον μεγα-λοδύναμο, περιέχει καταπιεστική λατρεία προς τα παιδιά που μέσα σετρεις μέρες ψηλώσανε, ωρίμασαν, γίναν πιο έξυπνα (πώς γίνεται αυ-τό, δεν ξέρω, αφού το ελληνικό παιδί είναι έτσι κι αλλιώς το πιο έξυ-πνο απ’ όλα), πάνω απ’ όλα όμως η ελληνική συγκίνηση περιέχει εξω-στρέφεια, όπως αρμόζει σε έναν υπανάπτυκτο, ο οποίος θέλει να επι-δείξει τον πόνο του ή τη χαρά του. Ο υπανάπτυκτος μιλάει δυνατά στοτηλέφωνο, γιατί η τεχνολογία δεν έχει ακόμα καταγραφεί στο DNAτου. Και έχει δίκιο. Αν δεν φωνάξει πώς θα τον ακούσει ο άλλος στηΛαμία; Έχει δίκιο. Επίσης κλαίει δυνατά στις κηδείες, ο θρήνος του εί-ναι θεατρική παράσταση, γιατί πουθενά αλλού πέραν των κηδειών,δεν αισθάνεται σημαντικός.Οι Έλληνες μοιάζουν μεταξύ τους, επειδή ακόμα δεν μάθανε να ανα-κατεύονται με άλλες φυλές. Είναι ακόμα ρατσιστές και θέλουν να δι-αιωνιστεί η δική τους φάτσα, ο δικός τους κώλος, κι ας είναι δύο επίδύο, δεν έχει σκεφτεί ποτέ ο Έλληνας πατέρας «μακάρι την κόρημου να τη γαμούσε ένας ωραίος μαύρος, να βγει και το εγγονάκι μουωραίο.» Όοοχι. Προτιμάει να διαιωνίσει τη φάτσα του, προτιμάει τοεγγονάκι του να γίνει 1.50 μ. στο ύψος, αλλά να του μοιάζει. Στ’ αρ-χίδια του αν το εγγονάκι δεν θα παίξει ποτέ στην ομάδα μπάσκετ τουσχολείου, αρκεί να του μοιάζει. Να πάρει και το όνομά του. Δεν πα νατον λένε και Παπάρα. Δεν έχει σημασία. Και το εγγόνι θα λέγεται Πα-πάρας. Οι Παπάρηδες πρέπει να διαιωνίζονται.Η αγάπη πού βρίσκεται μέσα σ’ όλα αυτά; Πού; Γιατί, ρε γονιέ, κρατάςτην τσάντα του παιδιού σου όταν κατεβαίνει από το σχολικό; Γιατί, ρε μα-λάκα, μεγαλώνεις το παιδί σου με το «δεν μπορείς εσύ, δεν ξέρεις εσύ;»Βράδυ στα μπουζούκια. Ο μικρός κλώνος χορεύει το πρώτο του ζεϊ-μπέκικο. Η οικογένεια χτυπάει παλαμάκια. Ο πατέρας περήφανος,ανοίγει τα χέρια στο πλάι, σαν αετός, και καμαρώνει τον γιο του. Τοζεϊμπέκικο του γιου είναι ολόιδιο με του πατέρα. Ο πατέρας μέσω τουγιου, καμαρώνει τον εαυτό του. Ο πατέρας ευτυχισμένος, δεν το ξέ-ρει αυτό. Όπα. Όπα. Άλα.Μπράβο αγόρι μου, έτσι σε θέλω. Σε θέλω μάγκα, σε θέλω ωραίο, σεθέλω μερακλή, μόνο αδερφή δεν σε θέλω. Σε θέλω όπως θέλω εγώ,μαλακισμένο. Όπα. Όπα. Άλα.
Σχολιάζει ο/η