Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Η βιώσιμη ιχθυοκαλλιέργεια θα παίξει σημαντικό ρόλο στην εξασφάλιση τροφής στο μέλλον

Η Λάρα Μπαράζι-Γερουλάνου, προέδρος της Διαχειριστικής Επιτροπής του Συνδέσμου Ευρωπαίων Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (FEAP), μιλά για το παρόν και το μέλλον της ιχθυοκαλλιέργειας, που φαίνεται ότι θα αποτελέσει μεγάλη εγγύηση για τη σίτιση του ολοένα και πιο πυκνοκατοικημένου πλανήτη μας.

Η Λάρα Μπαράζι-Γερουλάνου πιστεύει ότι η βιώσιμη ιχθυοκαλλιέργεια μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην εξασφάλιση τροφής στο μέλλον!

Η Λάρα Μπαράζι-Γερουλάνου ηγείται των Ιχθυοτροφείων Κεφαλονιάς από τη θέση της Διευθύνουσας Συμβούλου από το 1998. Στο παρελθόν εργάστηκε στον τομέα των τραπεζικών επενδύσεων και των εμπορικών συναλλαγών στην Αμερική.

Είναι απόφοιτος του πανεπιστημίου Harvard των ΗΠΑ, με μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών στο Διεθνές Εμπόριο και τα Οικονομικά, και του πανεπιστημίου Columbia των ΗΠΑ, με πτυχίο στα Οικονομικά.

Συμμετέχει στα Διοικητικά Συμβούλια πολλών κλαδικών συνδέσμων, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένων του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών και της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας. Είναι πρόεδρος της  Διαχειριστικής Επιτροπής του Συνδέσμου Ευρωπαίων Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (Federation of European Aquaculture Producers) και μέλος της Διοικητικής Επιτροπής του Μουσείου Μπενάκη, καθώς επίσης και μέλος του Συμβουλευτικού Συμβουλίου του Blue Revolution Fund. Είναι σύμβουλος του FAO (Food and Agriculture Organization of the United Nations) και του IUCN (International Union for the Conservation of Nature) σε θέματα βιώσιμης ανάπτυξης των υδατοκαλλιεργειών.

Η αυξημένη ζήτηση έχει ήδη οδηγήσει στην εντατικοποίηση της παραγωγής αλλά με σεβασμό προς το περιβάλλον και τους εκτρεφόμενους οργανισμούς. Η αειφορία ήταν και παραμένει πυλώνας ανάπτυξης της υδατοκαλλιέργειας.

— Το 50% όλων των ψαριών που καταναλώνονται παγκόσμια προέρχεται από υδατοκαλλιέργειες (κατά σχεδόν 90% σε αναπτυσσόμενες χώρες, με το μεγαλύτερο ποσοστό να βρίσκεται στην Ασία) και η τάση είναι γοργά αυξητική. Φαίνεται ότι προτιμούμε ολοένα και περισσότερο το ψάρι αντί για το κρέας. Ανησυχείτε μήπως λόγω της αυξημένης ζήτησης και προτίμησης παρατηρηθεί και σε αυτή την αλυσίδα τροφίμων η ίδια εντατικοποίηση (όπως στη γεωργία και την κτηνοτροφία) με αρνητικές συνέπειες για την ανθρώπινη υγεία και τη ρύπανση/υποβάθμιση του περιβάλλοντος; Υπάρχουν οι κατάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις στις χώρες παραγωγής ώστε να αποφύγουμε κάτι τέτοιο;
Πράγματι τις τελευταίες δεκαετίες έχει σχεδόν διπλασιαστεί η ζήτηση αλιευτικών προϊόντων γιατί υπάρχει μια τάση προς ένα πιο υγιεινό πρότυπο διατροφής αλλά και γιατί έχει βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες. Η αυξημένη ζήτηση έχει ήδη οδηγήσει στην εντατικοποίηση της παραγωγής αλλά με σεβασμό προς το περιβάλλον και τους εκτρεφόμενους οργανισμούς.

Η αειφορία ήταν και παραμένει πυλώνας ανάπτυξης της υδατοκαλλιέργειας. Υπό το πρίσμα μάλιστα και των προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής και της έλλειψης των διαθέσιμων θαλάσσιων πρώτων υλών, το παραγωγικό μοντέλο της υδατοκαλλιέργειας αναπροσαρμόζεται ώστε να έχει τον χαμηλότερο δυνατό αντίκτυπο στο περιβάλλον. Ως κλάδος, είμαστε τυχεροί διότι έχουμε το πλεονέκτημα της γνώσης και της εμπειρίας που μας δίδαξε η εκβιομηχάνιση της αγροτικής παραγωγής. Είμαστε καλύτερα ενημερωμένοι.

Όσον αφορά το νομοθετικό πλαίσιο της Ε.Ε. για την παραγωγή τροφίμων, μπορώ να πω ότι είναι από τα αυστηρότερα διεθνώς και παρέχει όλες τις εγγυήσεις για την παραγωγή ασφαλών και υγιεινών προϊόντων. 

Η Λάρα Μπαράζι-Γερουλάνου είναι πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος των Ιχθυοτροφείων Κεφαλονιάς.

—  Από την Η Ε.Ε. προέρχεται μόλις το 3% της παγκόσμιας παραγωγής, ενώ το 75% των αλιευτικών που καταναλώνονται εντός Ε.Ε. εισάγεται από τρίτες χώρες. Πώς έχει σκοπό η FEAP (Ομοσπονδία Ευρωπαίων Ιχθυοκαλλιεργητών), της οποίας προεδρεύετε μέχρι το 2023, να προωθήσει τη βιώσιμη ανάπτυξη της ιχθυοκαλλιέργειας στην Ευρώπη των 27, για την κάλυψη των αναγκών της «εγχώριας» κατανάλωσης και την εξασφάλιση της επισιτιστικής ασφάλειας; Και πώς συμβάλλει η Ελλάδα στην ευρωπαϊκή ιχθυοκαλλιέργεια; 
Η  Ε.Ε.-27 όντως είναι από τους μικρότερους παραγωγούς υδατοκαλλιέργειας παγκοσμίως αλλά από τις μεγαλύτερες αγορές ιχθυηρών. Παράγει συνολικά σχεδόν 5 εκατ. τόνους ιχθυηρών (αλιείας και υδατοκαλλιέργειας), από αυτά εξάγει τους 2 εκατ. τόνους και εισάγει 8,5 εκατ. τόνους για να καλύψει την εσωτερική ζήτηση.

Είναι προφανές πως η κάλυψη των αναγκών βασίζεται στις εισαγωγές από τρίτες χώρες. Στη FEAP συμμετέχουν σύνδεσμοι από 28 κράτη και προσπαθούμε να αναδείξουμε τις αιτίες που προκαλούν τη στασιμότητα στην παραγωγή υδατοκαλλιέργειας, όπως π.χ. προβλήματα ή ελλείψεις στην υφιστάμενη νομοθεσία, ζητήματα ανταγωνισμού κ.λπ.

Παράλληλα, είμαστε σε διαρκή συνεργασία με την Ευρ. Επιτροπή για να συμμετέχουμε σε διαβουλεύσεις για όλα τα θέματα που σχετίζονται με την παραγωγική διαδικασία και την εμπορία των προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας.

Η Ε.Ε. έχει πλέον συνειδητοποιήσει τη σημασία ενός δυναμικού και βιώσιμου τομέα υδατοκαλλιέργειας για την παροχή τροφίμων υψηλής ποιότητας και διατροφικής αξίας στους Ευρωπαίους πολίτες της, καθώς και τον ρόλο της στη δημιουργία θέσεων εργασίας στις αγροτικές περιοχές. Η Ελλάδα είναι η τέταρτη μεγαλύτερη χώρα παραγωγής υδατοκαλλιέργειας στην Ε.Ε.-27 αλλά η πρώτη όσον αφορά στην παραγωγή ιχθυοκαλλιέργειας. 

— Η ιχθυοκαλλιέργεια χρησιμοποιεί δημητριακά και άλευρα –και άλλα συστατικά– ως πρώτη ύλη των ιχθυοτροφών για τη σίτιση των ψαριών. Η τιμή τους παρουσιάζεται διεθνώς αυξημένη και ενδέχεται να αυξηθεί περισσότερο εξαιτίας της κρίσης στην Ουκρανία. Επηρεάζει αυτό την τιμή των ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας; Είναι κάτι που απασχολεί τη FEAP; Στο μέλλον πιστεύετε θα υπάρχουν εναλλακτικές ή/και βιωσιμότερες μορφές σίτισης των ψαριών; Υπάρχει περίπτωση να δούμε στο εγγύς μέλλον μέρος της παραγωγής ψαριών να γίνεται στα εργαστήρια; 
Ήδη από το 2ο εξάμηνο του 2021 σημειώθηκαν, ως συνέπεια του COVID και της παύσης του παγκόσμιου εμπορίου, σημαντικές ανατιμήσεις στο κόστος της ενέργειας, των μεταφορών και των τιμών των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ιχθυοτροφών. Συνολικά η αύξηση στο κόστος παραγωγής κυμαίνεται στο 15%-20% και οι παραγωγοί προσπάθησαν να απορροφήσουν ένα μέρος αυτής της αύξησης.

Η κρίση στην Ουκρανία πολύ πιθανόν να επηρεάσει περαιτέρω τις τιμές των σιτηρών και να παρασύρει διαδοχικά και τις τιμές και άλλων πρώτων υλών. Στην παρούσα φάση στη FEAP δημιουργήσαμε έναν εσωτερικό μηχανισμό για να καταγράφουμε τις συνέπειες και να λάβουμε μέτρα. Ανεξάρτητα όμως από τις γεωπολιτικές εξελίξεις, προτεραιότητα του κλάδου εδώ και χρόνια είναι η ανάπτυξη και χρήση εναλλακτικών πρώτων υλών στις ιχθυοτροφές.

Μας ενδιαφέρει, π.χ., η αντικατάσταση μέρους των θαλάσσιων πρώτων υλών με φυτικές πρωτεΐνες και έλαια ισοδύναμης διατροφικής αξίας. Ένα από τα πλεονεκτήματα της ιχθυοκαλλιέργειας είναι ότι η εκτροφή γίνεται στο φυσικό περιβάλλον, δηλαδή στη θάλασσα, χωρίς να απαιτείται ενέργεια ή να σπαταλάται νερό. Συνεπώς η παραγωγή ψαριών στο μέλλον σε εργαστήριο μάλλον ακούγεται ως σενάριο επιστημονικής φαντασίας. 

Η  Ε.Ε.-27 όντως είναι από τους μικρότερους παραγωγούς υδατοκαλλιέργειας παγκοσμίως αλλά από τις μεγαλύτερες αγορές ιχθυηρών. Φωτ.: Eurokinissi

— Ποια είναι η βασική διαφορά μεταξύ βιολογικής και συμβατικής ιχθυοκαλλιέργειας; Η βιολογική ιχθυοκαλλιέργεια παράγει αναγκαστικά ποιοτικότερο προϊόν; Πώς εξασφαλίζει μικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα στον πλανήτη; Σας ερωτώ γιατί ο ΟΗΕ και η Ε.Ε. προωθούν τη στροφή στη βιολογική καλλιέργεια, με απώτερο σκοπό τη βελτίωση των τροφίμων (αειφορία) και το μικρότερο αποτύπωμα στο περιβάλλον, αλλά οι υψηλές τιμές των βιολογικών προϊόντων αποτρέπουν τους καταναλωτές να τα προτιμήσουν. Υπάρχει μία αντίφαση σε όλο αυτό, δεν βρίσκετε; Τι πιστεύετε πως πρέπει να γίνει για να αναπτυχθεί η βιολογική ιχθυοκαλλιέργεια;
Καταρχάς αυτό που πρέπει να τονιστεί, γιατί συχνά παρατηρείται σύγχυση στην αντίληψη των καταναλωτών, είναι πως και στις δυο περιπτώσεις, δηλαδή είτε πρόκειται για βιολογικό ή μη βιολογικό ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας, το τελικό προϊόν είναι εξίσου ασφαλές και θρεπτικό και εκτρέφεται με αυστηρούς περιβαλλοντικούς όρους. Αυτό που αλλάζει σε κάποιον βαθμό είναι η παραγωγική διαδικασία και το αποτύπωμά της στο περιβάλλον.

Για παράδειγμα, οι φυτικές πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή των ιχθυοτρόφων βιολογικής ιχθυοκαλλιέργειας προέρχονται επίσης από βιολογική καλλιέργεια (άρα έχουν χαμηλότερη επίπτωση στο περιβάλλον), και όπως καταλαβαίνετε αυτό αυξάνει το κόστος παραγωγής. Ένα βιολογικό ψάρι όμως δεν έχει περισσότερα Ω3 από ένα μη βιολογικό, δηλαδή δεν είναι πιο υγιεινό από ένα μη βιολογικό. Η παραγωγική του διαδικασία είναι αυτό που διαφοροποιείται και έχει ακόμα πιο χαμηλό αποτύπωμα.

Η ανάπτυξη της βιολογικής ιχθυοκαλλιέργειας, όπως και ευρύτερα η κατανάλωση βιολογικών προϊόντων, είναι ένας συνδυασμός περιβαλλοντικής συνείδησης και αγοραστικής ικανότητας του καταναλωτή. Αν υπάρξει η ζήτηση, θα υπάρξει και η προσφορά.