Η σχεδόν εξπρεσιονιστική Σάλι Χόκινς, άλαλη εκ γενετής, αυνανίζεται καθημερινά στην μπανιέρα της πριν πάει στη δουλειά της –είναι καθαρίστρια στη ΝΑΣΑ τα '60s−, ώσπου ερωτεύεται παράφορα ένα αμφίβιο και κάνει τα πάντα για να το σώσει από τα μοχθηρά χέρια των ψυχροπολεμικών αφεντικών της.

 

Η ιδέα να ξεκινά τη μέρα της με μια αγαπημένη συνήθεια, τελείως προσωπική, αλλά casual εκτελεσμένη, χωρίς την αρσενικά φορτισμένη ματιά με την οποία αποδίδεται συνήθως στο σινεμά, είναι μία από τις πολλές ενδιαφέρουσες προσθήκες του δημιουργού Γκιγιέρμο ντελ Τόρο αλλά και της συν-σεναριογράφου του Βανέσα Τέιλορ στο είδος του φανταστικού που υφαίνει υπέρκομψα και ζωηρά, με το κατασκοπικό, το σασπένς και τις κοινωνικές παραμέτρους των '60s, με καρδιά Λατίνου και μυαλό μεστού κινηματογραφιστή.

 

Η Μορφή του Νερού μπορεί να μη φτάνει τα δυσθεώρητα επίπεδα του Λαβυρίνθου του Πάνα αλλά τριγυρίζει στην ίδια γειτονιά, στα άπιαστα όνειρα και στα παρεξηγημένα τέρατα, μαζί με τους καταφρονεμένους που καταδυναστεύονται και το αόρατο σύμπαν που απελευθερώνεται και τιμωρεί αυτούς που γνωρίζουν πως φταίνε.

 

Η ταινία είναι υποψήφια για 13 Όσκαρ και μετά τα βραβεία των επαγγελματικών ενώσεων των παραγωγών και των σκηνοθετών φιγουράρει ως μεγάλο φαβορί, με κύριο ανταγωνιστή τις Τρεις Πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι και outsider το Lady Bird.

Η φαντασία του Μεξικανού Σπίλμπεργκ χρησιμοποιεί ένα ακόμη πλάσμα του νερού που μοιάζει πολύ στον Abe Sapien του Hellboy αλλά και το κλασικό αγαπημένο κιτς Creature from the Black Lagoon.

 

Ωστόσο, όσον αφορά το συναίσθημα που εκλύει, παραπέμπει στον Λου Γκόσετ και στο παραγνωρισμένο Enemy Mine και όλες αυτές οι κινηματογραφικές αναφορές ενεργοποιούνται αβίαστα γιατί ο Ντελ Τόρο δεν έκρυψε ποτέ (και σίγουρα δεν το κρύβει ούτε εδώ) την αναγωγή των ιστοριών του στον θαυμαστό μηχανισμό του ίδιου του σινεμά, με αγάπη και με το μυαλό του ανοιχτό στη μεταφυσική και τον έρωτα.

 

Ένα love story κάνει, λοιπόν, εδώ, πιο συγκεντρωμένο, σβέλτο και συμπαγές από τον πρόσφατο γοτθικό Πορφυρό Λόφο, και δείχνει να το γλεντάει μέσα κι έξω από τη σύμβαση που έχει επιλέξει.

 

Εικαστικά είναι μαγευτικό και η παραλλαγή της μάλλον πεντάσχημης με το ευαίσθητο τέρας του Αμαζονίου που περνάει τα πάνδεινα ως διελκυστίνδα ανάμεσα σε θερμοκέφαλους Αμερικανούς στραταίους και Ρώσους κατασκόπους αποκτά μια χολιγουντιανή, αρκούντως λοξή (αλά Ζενέ και Καρό) ποιητική στόφα.

 

Η ταινία είναι υποψήφια για 13 Όσκαρ και μετά τα βραβεία των επαγγελματικών ενώσεων των παραγωγών και των σκηνοθετών φιγουράρει ως μεγάλο φαβορί, με κύριο ανταγωνιστή τις Τρεις Πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι και outsider το Lady Bird.

 

Ο λόγος που, ξαφνικά, ένα φιλμ του φανταστικού αποκτά τέτοιο προβάδισμα σε έναν θεσμό που δεν βλέπει και τόσο σοβαρά τέτοιου είδους ταινίες (μοναδική εξαίρεση ο τρίτος Άρχοντας των Δαχτυλιδιών) είναι γιατί κουμπώνει θαυμάσια σε όποια ερμηνεία θέλει να του δώσει ο θεατής.

 

Εκτός από ιστορία αγάπης ανάμεσα σε δύο περιθωριακούς, τονίζει την σπουδαιότητα της φιλίας και της στήριξης από μια μαύρη γυναίκα (Οκτέιβια Σπένσερ, η μοναδική Αφροαμερικανίδα που έχει πάρει Όσκαρ και ξαναπροτείνεται, για δεύτερη φορά μετά τις Αφανείς Ηρωίδες)) και έναν gay γείτονα (όπως πάντα, καταπληκτικός ο εξέχων καρατερίστας Ρίτσαρντ Τζένκινς), στηλιτεύει την ξενοφοβία με τον εχθρικό τρόπο που αντιμετωπίζεται ο ξένος και, αν θέλετε, ξεδιαλέγει τον πραγματικό πατριωτισμό από μια στείρα εσωστρέφεια που πρεσβεύουν οι βίαιοι θεσμοί. Και συγκινεί.

 

Συνεπώς, ξεφεύγει θεαματικά από τη στενή θεώρηση του genre movie και τα Όσκαρ αισθάνονται άνετα να δώσουν το Όσκαρ Σκηνοθεσίας για τέταρτη φορά τα τελευταία 5 χρόνια σε Μεξικανό!