Η φιλόδοξη παραγωγή του Λαβυρίνθου δεν έπιασε ποτέ τη δυναμική στην οποία ήλπιζε, καθώς η τάση του νεανικού κοινού για επαναστατικό, neo-dystopian υλικό καλύφθηκε κυρίως με τους Αγώνες Πείνας. Οι πιτσιρικάδες του Λαβυρίνθου έμοιαζαν δεύτεροι και καταϊδρωμένοι (σε ίδια μοίρα με αυτούς του Divergent) όχι γιατί πρωταγωνιστούσαν σε ένα χειρότερο θέαμα αλλά γιατί δεν πρόσφεραν κάτι καινούργιο. Οι παγίδες και τα τέρατα που εμφανίζονταν στις δύο πρώτες ταινίες δεν έπειθαν ως περιεχόμενο και μόνο όταν ξεκίνησε να αποκαλύπτεται ολοκληρωμένη η πλοκή της ιστορίας αχνοφαίνονταν κάποιες ελπίδες.

 

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που το τρίτο και τελευταίο μέρος του franchise είναι μάλλον το καλύτερο από τα τρία. Η αντικατάσταση των παγίδων με μια πιο στρωτή αφήγηση που εξηγεί σαφώς γιατί συνέβησαν όλα αυτά μετατοπίζει την ταινία από μια παραλλαγή του «Survivor» σε μια, υπέρ το δέον, συναισθηματική action καταιγίδα, γεμάτη προδοσίες και θυσίες, όπου η απουσία μιας απόλυτα κακής δύναμης λειτουργεί ευεργετικά. Το κλασικό μοντέλο της νεανικής ορμής ενάντια σε κάτι εφιαλτικό αντικαθίσταται από κάτι πιο πολύπλοκο, με την ενισχυμένη παρουσία της μόνιμα συμπαθούς Πατρίσια Κλάρκσον, που μαζί με τη νεαρή ιδεαλίστρια Κάγια Σκοντελάριο λειτουργούν ως δικαιολόγηση όσων συμβαίνουν έξω από τους ασφαλείς τοίχους τους. Δεν λείπουν οι υπερβολές, ειδικά στο αχρείαστο και παρατεταμένο φινάλε, όμως ο Γουές Μπολ (σκηνοθέτης και των τριών ταινιών) βρήκε, έστω και στο τέλος, μια ισορροπία στο χάος.