Διασκευάζοντας το μυθιστόρημα Ζάμα που είχε γράψει ο συμπατριώτης της Αντόνιο ντε Μπενεντέτο, η ιδιότυπη και ιδιόρρυθμη στις αφηγηματικές της επιλογές Αργεντινή σκηνοθέτις Λουκρεσία Μαρτέλ επιστρέφει μετά από εννιά χρόνια απουσίας με ένα αργό, ατμοσφαιρικό, ελλειπτικό, σχεδόν σχιζοφρενικό ως προς τη διαφορά φάσης ανάμεσα στο μακρύ πρώτο και στο σαφώς πιο ενδιαφέρον δεύτερο μέρος, πορτρέτο ενός ανθρώπου που δεν βλέπει την ώρα και τη στιγμή να εξαφανιστεί από μια δυσμενή, δυσβάσταχτη εμπειρία. Ο αντι-ήρωας είναι ο δον Ντιέγκο ντε Ζάμα, ένας ασήμαντος αξιωματικός της Ισπανίας που βρίσκεται σε αποστολή εκεί όπου τώρα είναι έδαφος της Παραγουάης, «μεσοτοιχία» με τον Αμαζόνιο, κάποτε τον 18ο αιώνα (λεπτομέρειες δεν δίνονται, γενικά) και κυνηγάει έναν μυθικό ληστή, αλλά στο μεταξύ ονειρεύεται κρύες νύχτες με Ρωσίδες πριγκίπισσες και τη βρίσκει παρατηρώντας τις ντόπιες να πλένονται στις παραλίες.

 

Ζει (σε) ένα χάος και η Μαρτέλ δεν παραλείπει να τονίζει την παράλογη, γι' αυτό και ιλαρή πλευρά μιας ασυμβίβαστης συνύπαρξης μεταξύ αυτόχθονων και αποικιοκρατών σε έναν ζωολογικό κήπο, αποπνικτικό και ιδρωμένο, διάσπαρτα πασπαλισμένο με φαρσικά περιστατικά γραφειοκρατίας και υποβιβασμού της αξιοπρέπειας. Ώσπου κάτι να συμβεί, ψυχεδελικά και ανατρεπτικά, στο τρίτο μέρος μιας μεγάλης διαδρομής στην αμήχανη αδράνεια, η Μαρτέλ δημιουργεί πειστικά ένα κολλώδες κλίμα για να συρθεί ένας εγκλωβισμένος άνδρας και μαζί του ένα παράξενο γαϊτανάκι ταξικών διαφορών, απαιτώντας μεγάλη υπομονή για την απόδραση από τη μικρή κόλαση.