Η πραγματική ιστορία της Μόλι Μπλουμ, μιας νέας γυναίκας που προοριζόταν για σκιέρ ολυμπιακής προοπτικής, αλλά μετά από ένα σοβαρό ατύχημα σε αγώνα άλλαξε τελείως ρότα και οργάνωνε παράνομα παιχνίδια τζόγου, εμπνέει τον κορυφαίο σεναριογράφο Άαρον Σόρκιν («West Wing», «Jobs», Όσκαρ για το «Social Network») για ένα γυναικείο ψυχογράφημα γεμάτο ζουμερά περιστατικά και νομικές προεκτάσεις, αναλαμβάνοντας τη σκηνοθεσία για πρώτη φορά στην καριέρα του.

 

Γεμάτο διαλόγους, μονολόγους και βερμπαλισμό, το «Molly’s Game» δεν αποφεύγει την παγίδα του ικανού «γραφιά» που ελέγχει την κάμερα αλλά δεν φιλτράρεται από τη ματιά κάποιου που συνθέτει μέσω εικόνων και καταλήγει να κουράσει το συναρπαστικό θέμα της πριγκίπισσας του πόκερ, η οποία πήρε τα ηνία της ζωής της στα χέρια της και ήρθε σε κόντρα με έναν ανδροκρατούμενο υπόκοσμο.

 

Ωστόσο, το point μιας ομάδας ανθρώπων εξαρτημένων από τις αδυναμίες τους, που κινούνται στα όρια της παρανομίας, ενοχοποιώντας κυρίως τους άλλους γι’ αυτό και όχι τον εαυτό τους για τις πράξεις τους, διαμηνύθηκε καθαρά, και με όλους τους τρόπους. Διατηρώντας του ρυθμούς του λόγου που τον έκαναν διάσημο, ο Σόρκιν πυροβολεί την ιστορία της Μόλι και κάνει παύσεις για τις φροϊδικές αναλύσεις του, επιμένοντας στην ανάγκη της να ανταγωνιστεί τον πατέρα της (Κέβιν Κόστνερ), να τον αντικαταστήσει ( Ίντρις Έλμπα) και να τον νικήσει για να δικαιωθεί και να λυτρωθεί, σε ένα καλοστημένο σχήμα, αν και αναμενόμενο.

 

Η εντυπωσιακή παρουσία της Τζέσικα Τσαστέιν στα σαλόνια που μετέτρεπε σε λέσχες, μια διασταύρωση γαλαζοαίματης και τσατσάς, δίνει αέρα και αληθοφάνεια σε μια ταινία ενδιαφέρουσα αλλά εμφανώς «τοποθετημένη» σε σεναριακά καλούπια.