Κι αφού ο Τζ. Τζ. Έιμπραμς έκανε τη βρόμικη δουλειά ‒να αναφερθεί ευπειθώς στο αφεντικό Λούκας και στην αυτοκρατορία του, να αφυπνίσει τη δύναμη, να ξεσκονίσει το ανθρώπινο και μηχανικό υλικό, να γεφυρώσει τα χάσματα, να εισαγάγει νέα πρόσωπα και να φορτώσει ένα πολύτιμο κάργκο‒, ήρθε ο Ράιαν Τζόνσον, με μικρότερα credits και την ίδια όρεξη, για να φέρει στα ίσα του τον Πόλεμο των Άστρων στο όγδοο επίσημο επεισόδιο της 40ετούς σειράς και να του δώσει το τίναγμα προς τα εμπρός που χρειαζόταν. Προσθέτει μεγαλύτερη ευελιξία και χιούμορ, όσο και όταν πρέπει, σε έναν θεσμικό «ελέφαντα» που δεν διαθέτει τη σπιρτάδα, τη σχετική αυτονομία και την b-movie αίσθηση της περιπέτειας που έκανε το περσινό Rogue πιο ανάλαφρο και, ειλικρινώς, πιο παρακολουθήσιμο.

 

Με δυόμισι ώρες διάρκεια, η μυθολογία του Πολέμου των Άστρων διατηρείται ακριβώς μέσα στο γνωστό πλαίσιο και πάει λίγο παρακάτω, με κύριο άξονα την αντίσταση απέναντι σε μια διαβολική δεσποτεία

Ωστόσο, οι Τελευταίοι Jedi, εκτός από τις ανατροπές και τις δραματικές μονομαχίες, με εναλλαγή διαλόγων και δράσης, κρύβουν μια καπιτάλε, ανακουφιστική επαναφορά, τον Λιουκ Σκάιγουοκερ, που είδαμε, ως βλοσυρή υπόσχεση, μόνο στο τελευταίο πλάνο της Δύναμης. Εδώ έχει έναν κρίσιμο ρόλο που φέρει εις πέρας πολύ βαθύτερα και ωριμότερα από τις τρεις πρώτες του εμφανίσεις, συνδυάζοντας την ανακούφιση, γιατί η επάνοδός του δεν ήταν απλώς ένα τρικ, με την έκπληξη, αφού ουδέποτε ο Χάμιλ υπήρξε ενδιαφέρων ηθοποιός, άρα μάλλον φταίει και ο Λούκας γι' αυτό. Με την απώλεια του Χαν Σόλο και την οριστική (;) αποχώρηση του Χάρισον Φορντ, νομίζαμε πως το δραματικό βάρος θα έπεφτε αναγκαστικά στον μπερδεμένο δολοφόνο του, τον Κάιλο Ρεν, και στην ενδιαφέρουσα προσέγγισή του χαρακτήρα από τον Άνταμ Ντράιβερ.

 

Ο Λιουκ έχει αποτραβηχθεί σε ένα ερημικό νησί και αποκαλύπτει τι έχει συμβεί γιατί έχει απομυθοποιήσει τη φιλοσοφία αλλά και τη δράση των Τζεντάϊ, και βλέπουμε πώς αναπτύσσεται η σχέση του με τη Ρέι ‒ πάντα δυναμική και επείγουσα η Ντέιζι Ρίντλεϊ. Ο Μαρκ Χάμιλ φέρνει ισορροπία και η σκηνή στην οποία συναντιέται στο πανί, μετά από δεκαετίες, με την αδελφή του Λέϊα, είναι παιγμένη εξίσου νοσταλγικά και υπερβατικά, με δεδομένο ότι αυτό εδώ είναι το κινηματογραφικό ρέκβιεμ της Κάρι Φίσερ. Οι κακοί είναι πολλοί, ο Τζον Μπογιέγκα και ο Όσκαρ Άιζακ συνεχίζουν από κει όπου ξεκίνησαν, χωρίς να πέφτει το κέντρο βάρους ιδιαίτερα σε εκείνους, ο Μπενίσιο ντελ Τόρο προστίθεται στο ρόστερ και γλιστράει όπως ο χαρακτήρας του, σαν ελβετικός σουγιάς χωρίς συνείδηση, και οι κακοί της υπόθεσης είναι πολλοί και ποικίλοι, χωρίς να αποκλείοντας και μερικοί από τους καλούς σε διφορούμενους ρόλους.

 

Με δυόμισι ώρες διάρκεια, η μυθολογία του Πολέμου των Άστρων διατηρείται ακριβώς μέσα στο γνωστό πλαίσιο και πάει λίγο παρακάτω, με κύριο άξονα την αντίσταση απέναντι σε μια διαβολική δεσποτεία, έμφαση στην προσπάθεια των μαθητών να αποκτήσουν προσωπικότητα σε ένα ασταθές περιβάλλον και σαφές φόντο τον τζενταϊσμό, αυτό το μοντερνο-βουδιστικό μωσαϊκό κινηματογραφικής θρησκείας που ευαγγελίστηκε ο Λούκας ως αντίδοτο σε όλα τα παραπάνω.