Καλώς να ορίσει ο Χάρι Χόλε στο κινηματογραφικό σύμπαν των διορατικών ντετέκτιβ. Κάποιοι είναι πιο πρόθυμοι από τους υπόλοιπους, κυρίως οι Βρετανοί, κι ας μη γεμίζουν το μάτι στους δράστες. Κάποιοι ποζάρουν σαν να παίζουν σε φιλμ νουάρ, κυρίως επειδή εκείνοι ορίζουν το είδος, όπως ο Σπέιντ και ο Μάρλοου. Ο Χόλε είναι εμφανώς απρόθυμος, και οριακά αρνητικός, τουλάχιστον στην αρχή, όπου φαίνεται να συνέρχεται από μεγάλη φουρτούνα. Δεν είναι τυχαίος. Ο προϊστάμενός του περιμένει την επιστροφή του και με ένα σκανδιναβικά τρυφερό τρόπο τον ακουμπά στον ώμο ως δείγμα κατανόησης και επιβράβευσης ενός ταλέντου που δεν λειτουργεί με υπηρεσιακή ακρίβεια.

 

Από το ξεκίνημα τα σημάδια δεν είναι καλά: η σημαντική αρχική σκηνή, μια χρονική αναδρομή στη μέση του πουθενά, που ξεκλειδώνει πολλά από τα αινίγματα της συνέχειας, αν προσέξει καλά ο θεατής, μοντάρεται με άτσαλη ταχύτητα

Για κάποιον που δεν έχει εντρυφήσει στον ήρωα του συγγραφέα Τζο Νέσμπο, διαφαίνονται ψήγματα της ιδιαίτερης ποιότητας του Χόλε στο να συναισθάνεται, να πάσχει, να βασανίζεται και να βασανίζει τις υποθέσεις του, αντίθετα με το κλισέ του ψυχρού αστυνομικού από τον Βορρά. Οι αρετές του κρύβονται στον Χιονάνθρωπο, γιατί η ταινία του Τόμας Άλφρεντσον, που μας έχει δις εντυπωσιάσει επειδή δάμασε, με χάδι και μαστίγιο όποτε χρειαζόταν, το horror με το Άσε το κακό να μπει, αλλά και στα ίσια τον στρυφνό Τζον Λε Καρέ με το εγκεφαλικό Ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι, βιάζεται και σκοντάφτει. Από το ξεκίνημα τα σημάδια δεν είναι καλά: η σημαντική αρχική σκηνή, μια χρονική αναδρομή στη μέση του πουθενά, που ξεκλειδώνει πολλά από τα αινίγματα της συνέχειας, αν προσέξει καλά ο θεατής, μοντάρεται με άτσαλη ταχύτητα, έστω κι αν υπεύθυνη γι' αυτό είναι η θρυλική Θέλμα Σκουνμέικερ, το δεξί χέρι του Μάρτιν Σκορσέζε, ο οποίος είναι παραγωγός της ταινίας. Μετά τη βιαστική εισαγωγή, τα στοιχεία ξετυλίγονται πιο ψύχραιμα όσο πληθαίνουν οι φόνοι και ρέει το αίμα μετά από ειδεχθή εγκλήματα, αλλά η στριμωγμένη εντύπωση παραμένει. Ο Άλφρεντσον καταφέρνει μεν να στήσει την ατμόσφαιρα που επιθυμεί (ένα κλίμα διαφορετικό από τα συνηθισμένα νεο-νουάρ), να αρθρώσει διαφορετικά το σκανδιναβικό gore και να δώσει υπόσταση σε έναν Χόλε που φλερτάρει αδιάκοπα με την αυτοματαίωση, χάρη στο ταλέντο του Μάικλ Φασμπέντερ να παίζει καλά χωρίς τη μπάλα, αλλά δυσκολεύεται να χωρέσει μια εμφανώς μεγαλύτερη και καλύτερα απλωμένη στις 600 σελίδες του μυθιστορήματος υπόθεση στις δύο ώρες που έχει στη διάθεσή του. Παρά τις καλές του στιγμές, με μερικές άψογα εκτελεσμένες σκηνές, η μεταφορά του Χιονάνθρωπου δεν είναι ακριβώς pageturner.