Κακά τα ψέματα, το ισπανικό θρίλερ, δημοφιλές εξαγώγιμο είδος της σχετικής εθνικής κινηματογραφίας και πολύ αγαπητό στη χώρα μας, βιώνει μια μίνι κρίση τα τελευταία χρόνια. Για προσπαθήστε να σκεφτείτε ένα μεγάλο hit εντός της τρέχουσας δεκαετίας κι αν το βρείτε, ελάτε να μας το πείτε. Δεν γνωρίζουμε αν αυτό οφείλεται στην εξάντληση των θεμάτων, στις (αναπόφευκτες) συνέπειες της πανδημικής κρίσης στην παραγωγή, στην αλλαγή του προσανατολισμού με στόχο την αγορά του streaming, στη μετανάστευση των ταλέντων στο εξωτερικό ή σε όλα τα παραπάνω ταυτόχρονα. Τουλάχιστον, ξέρουμε ότι μπορούμε πάντα να στηριχτούμε στον Ροντρίγκο Σορογκόγιεν. Ίσως ο πιο υποσχόμενος σκηνοθέτης του ισπανικού κινηματογράφου αυτή τη στιγμή, ο Σορογκόγιεν έχει καταφέρει να βρει έναν κώδικα επικοινωνίας με το ελληνικό κοινό, το οποίο αγκάλιασε τα «Kανείς δεν μπορεί να μας σώσει», «Έκπτωτος» και «Εξαφανισμένος».

 

Το «As Βestas» αναμένεται να συνεχίσει αυτή την καλή σχέση, μεταφέροντας τη δράση σε ένα ορεινό επαρχιακό χωριό της Γαλικίας. Ένας Γάλλος και η σύζυγός του, που μετακόμισαν στο μέρος προ διετίας, καλλιεργούν τη γη και επισκευάζουν σπίτια με στόχο τον εποικισμό του χωριού, ενώ οι γείτονές τους, δυο αδέρφια που ζουν εκεί από τότε που γεννήθηκαν, θέλουν να πουλήσουν την ιδιοκτησία τους σε ιδιώτες για να στήσουν ανεμογεννήτριες. Η πεισματική άρνηση των πρώτων να πράξουν το ίδιο μπλοκάρει το έργο και διογκώνει τη σύγκρουση ανάμεσά τους, η οποία έχει τις ρίζες της σε εθνοτικές διαφορές. Ο Σορογκόγιεν έχει πλάσει ένα θρίλερ τρισδιάστατων χαρακτήρων και υπόκωφης έντασης, εντείνοντας το σασπένς δια της σιωπής και της διαστολής του φιλμικού χρόνου, αλλά και οπτικά, μέσω της αξιοποίησης του χώρου μέσα στο κάδρο. Παράλληλα, μια σειρά από έγχορδα δεν παύουν να υπενθυμίζουν την απειλή  και να προοικονομούν την πραγμάτωσή της, ακόμα κι όταν η εικόνα δείχνει ειδυλλιακή. 

 

Πέρα από τη μισαλλοδοξία, την ξενοφοβία, την κατάδειξη του κτήνους μέσα μας – «as bestas» σημαίνει «ως κτήνη», «ως θηρία»- κι ένα πορτρέτο της επαρχίας, ευρισκόμενο κάπου ανάμεσα στα «Αδέσποτα Σκυλιά» του Σαμ Πέκινπα και στον «Βασιλιά» του Νίκου Γραμματικού, το φιλμ του Σορογκόγιεν έχει ένα δεύτερο, φεμινιστικό επίπεδο ανάγνωσης, με τους πρωταγωνιστές της σύγκρουσης από την πρώτη στιγμή να επιχειρούν να επιβεβαιώσουν και να επιβάλλουν τον ανδρισμό τους - σκεφτείτε, για παράδειγμα, ότι ο χαρακτήρας που υποδύεται ο εξαίρετος καρατερίστας Ντενί Μενοσέ έχει ονομάσει τον σκύλο του «Τιτάνα». Μια απρόσμενη, γενναία αφηγηματική στροφή στην τρίτη πράξη προσυπογράφει αυτή τη διάσταση του έργου. 

 

Το «As Bestas» κρατά 137 λεπτά χωρίς να του φαίνεται και κάλλιστα θα μπορούσε να αναδειχθεί σε sleeper hit της θερινής σεζόν. Το παρελθόν έχει αποδείξει ότι το εγχώριο ενήλικο κοινό αναζητά αντίστοιχα δείγματα σινεμά και καταλήγει να τα αγκαλιάσει, όταν τα εντοπίσει.