Ο Γουίτ Στίλμαν του «Metropolitan» και του «Οι τελευταίες ημέρες της disco», με μόλις 6 ταινίες σε 27 χρόνια καριέρας, επιστρέφει, μετά το μετριότατο «Damsels in Distress», με μια δεξιοτεχνική και απαιτητική σεναριακή διασκευή δύο επιστολών της Τζέιν Όστεν, του «Lady Suzan» και του «Love and Frienship», και μοιάζει τόσο άνετος στο απερίστροφα βρετανικό περιβάλλον, που θαρρείς πως πάντα είχε την Αγγλίδα δημιουργό της «Έμμα» και της «Λογικής κι Ευαισθησίας» στο μυαλό του. Όντως, ο σατιρικός παρατηρητής των ηθών της υψηλής κοινωνίας δεν απώλεσε ακριβώς την αμερικανική του ταυτότητα, ακριβώς επειδή πραγματευόταν μια μπουρζουαζία συγγενή με το σύμπαν μιας παλιότερης κάστας – τη συμπεριφορά που χαρακτηρίζει τα «τζάκια» και τον σνομπίστικο διαχωρισμό τους από την πλέμπα. Η ηρωίδα της ταινίας, η χήρα και μητέρα μιας κόρης της παντρειάς, η λαίδη Σούζαν Βέρνον, αποχωρεί αγέρωχη από ένα φιλικό σπίτι, διασκεδάζοντας έντονες φήμες για ανάρμοστη συμπεριφορά, αν και τίποτα στον άψογο, ελεγχόμενο τρόπο και στον χειμαρρώδη λόγο της δεν προδίδει πρόβλημα ή, έστω, την απρόθυμη παραδοχή για ένα σκάνδαλο που κανείς δεν καταδίδει με σθένος. Στο καινούργιο της λημέρι, η άφραγκη λαίδη ψάχνει πιθανούς συζύγους, έναν για εκείνη, χωρίς να δείχνει απεγνωσμένη, και έναν για την κόρη της Φρεντερίκα. Υποψήφιοι, αν και χωρίς ξεκαθαρισμένες προθέσεις, είναι ο ελαφρύς σερ Τζέιμς Μάρτιν και ο νεότερός του, καταρτισμένος, πολύ όμορφος και εντελώς ακατάλληλος για εκείνην Ρέτζιναλντ, ο οποίος απολαμβάνει τις συζητήσεις μαζί της και προκαλεί τη μήνιν του πατέρα του, ο οποίος, μόλις αντιλαμβάνεται πως ο γιος του κινδυνεύει από τις, ας πούμε, αρπακτικές διαθέσεις της κυρίας, σπεύδει να τον προειδοποιήσει και να απειλήσει, αν χρειαστεί. Οι διαθέσεις, μαζί με τις προθέσεις της Σούζαν, είναι τόσο θολές όσο και το μπέρδεμα στο οποίο σύρει τους συνομιλητές της. Μιλώντας με συγκαλυμμένη διγλωσσία, η καλοντυμένη, περιποιημένη μεσήλιξ με τα όμορφα χαρακτηριστικά και την ώριμη σκέψη λέει πολλά, αλλά δεν αποκαλύπτει ουσιαστικά τα κίνητρά της.

 

Μιλώντας με συγκαλυμμένη διγλωσσία, η καλοντυμένη, περιποιημένη μεσήλιξ με τα όμορφα χαρακτηριστικά και την ώριμη σκέψη λέει πολλά, αλλά δεν αποκαλύπτει ουσιαστικά τα κίνητρά της.

 

Ο Γουίτ Στίλμαν, ο οποίος κάποτε σχεδίαζε να μεταφέρει τις νουβέλες «Sanditon» και «The Watsons» της Όστεν, καταφέρνει να αναμείξει τα πνευματώδη ραπίσματα του Όσκαρ Ουάιλντ με το σκανταλιάρικο πνεύμα της Τζέιν Όστεν. Όταν η λαίδη Σούζαν κάνει βόλτα με την έμπιστη, Αμερικανίδα φίλη της, την πλούσια κυρία Τζόνσον (με γούστο ερμηνευμένη από την Κλόι Σεβινί), και βλέπει να την πλησιάζει ένας άνδρας καθόλα ευυπόληπτος και να της απευθύνει τον λόγο, τον «καρφώνει» με συνοπτικές διαδικασίες, λέγοντάς του: «Πώς τολμάτε να μου μιλάτε, αν συνεχίσετε, θα διατάξω να σας μαστιγώσουν!». Εκείνος απομακρύνεται έκπληκτος και η εξομολόγος της, δείχνοντας συγκρατημένο οίκτο και εύλογη περιέργεια, τη ρωτάει αν της ήταν άγνωστος. «Φυσικά και όχι, αν ήταν άγνωστος δεν θα του μιλούσα τόσο άσχημα» απαντά χωρίς να το σκεφτεί καν η λαίδη Σούζαν. Ευγενικά αγενές έργο αποκάλεσε την ταινία του Στίλμαν, εκθειάζοντάς την, ο κριτικός του «Guardian» Πίτερ Μπράντσο και έχει απόλυτο δίκιο, διότι, μέσα σε μια πολιτισμένη ατμόσφαιρα, ισορροπημένη αλλά όχι άψυχα φωτογραφημένη, γίνονται συχνά τερατώδη σχόλια, που ανάμεσα στην ανία της μεγαλοαστικής τάξης της προβικτωριανής Αγγλίας και το ανήσυχο βλέμμα (και την ακόμη πιο ανήσυχη γλώσσα) της πρωταγωνίστριας προσδιορίζεται με φρεσκάδα η παλιά, σαν τις αμαρτίες, έννοια του κουτσομπολιού. Όπως η Τζέιν Όστεν γνώριζε πώς να χρησιμοποιεί ηρωίδες που μόνο εκείνη συμπαθούσε, για να ανασύρουν στην επιφάνεια την πραγματική ψυχή μιας τάξης που κρυβόταν πίσω από το πρωτόκολλο, τα μισόλογα και τα κλισέ, έτσι και ο Αμερικανός σκηνοθέτης ξέρει πώς να προσαρμόσει πρόσωπα από το παρελθόν σε μια σύγχρονη λογική παρεξηγήσεων και υποκρισίας.

 

Με έναν casual τόνο που δεν ταράζεται από τις εξελίξεις, η Σούζαν Βέρνον της Μπέκινσεϊλ αποκρούει τις συνέπειες σαν απαλά σκιρτήματα της μοίρας που κοντρολάρει, ευθυτενής και υπερήφανη.

 

Μπορεί η ταινία να ξεκινά χωρίς δυνατό δράμα, αλλά εξελίσσεται σε μια γοργή, έξυπνη καταστασιακή ηθογραφία με πολλά κωμικά στοιχεία, με ιλαρότερο όλων τον Τζέιμς Μάρτιν του εντυπωσιακού ηθοποιού Τομ Μπένετ, έναν «ολίγον ηλίθιο», όπως περιγράφει ένας από τους πολλούς, αστείους μεσότιτλους, που σαν απομεινάρι βωβής ταινίας περιγράφουν τους χαρακτήρες, αδειάζοντας ή ντροπιάζοντάς τους. Αυτή, ωστόσο, που κερδίζει επάξια όλα τα μπράβο είναι η Κέιτ Μπέκινσεϊλ, μια περσόνα που σπάνια μοιράζεται τα όποια προσόντα της, η οποία ξεπερνάει το εμπόδιο της μάλλον μοντέρνας εμφάνισής της και εκφέρει τον λόγο με ωρολογιακή ευκρίνεια, και ερμηνευτικό οίστρο, μιας αμφιλεγόμενης πλανεύτρας. Με τη δύναμη του συγχυτικού περιεχομένου του λόγου της προκαλεί σασπένς για το μέλλον το δικό της, της ντροπαλής κόρης της και των ανδρών που τις περιστοιχίζουν και μοιάζουν να λαχταράνε την επόμενη κίνησή της. Με έναν casual τόνο που δεν ταράζεται από τις εξελίξεις, η Σούζαν Βέρνον της Μπέκινσεϊλ αποκρούει τις συνέπειες σαν απαλά σκιρτήματα της μοίρας που κοντρολάρει, ευθυτενής και υπερήφανη. Αν κάποιος την κατηγορούσε για μηχανορραφίες και δολιότητες, σίγουρα θα διέτασσε την παραδειγματική τιμωρία του, και θα την πετύχαινε. Και θα χαμογελούσε αινιγματικά, με την ίδια θυμηδία που προφέρει τη λέξη «éloignement»...