Ουσιαστικά, το δράμα του πολυδιαβασμένου και δημοφιλούς συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ αφορά τη βραδυφλεγή, αν και σφοδρή σύγκρουση της απέχθειάς του για μια λαϊκίστικη αποκήρυξη της ναζιστικής Γερμανίας, στα πρόθυρα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με το βαρύ φορτίου ενός διανοούμενου Εβραίου που καλείται να καταγγείλει την απάνθρωπη κλιμάκωση των πράξεων του Χίτλερ που οδήγησαν στην τραγωδία. «Αν πρέπει να με κατηγορήσετε για αδυναμία, θα πάρω πάνω μου το στίγμα αυτό» ήταν τα λόγια του Αυστριακού, ο οποίος πίστευε σε μια ελεύθερη και ενωμένη Ευρώπη χωρίς σύνορα και διαβατήρια, ένα φαινομενικό οξύμωρο πολύ πριν από την ιδέα της σύγχρονης ενοποίησης που εφαρμόστηκε μετά τον πόλεμο. Η σκηνοθέτις και ηθοποιός Μαρία Σράντερ ευτυχώς δεν εκμεταλλεύεται ούτε ειρωνικά ούτε διδακτικά την ηχώ της αμφισβητούμενης και παρεξηγήσιμης στάσης του Τσβάιχ και τον παρακολουθεί στη σχεδόν δεκαετή εξορία του στην Αμερική, από την Αργεντινή και τη Βραζιλία, ως τη Νέα Υόρκη και πίσω στα ειδυλλιακά τοπία της Βραζιλίας, όπου και έδωσε τέλος στη ζωή του, μαζί με τη σύζυγό του, οριστικά απογοητευμένος από το ζοφερό μέλλον της Ευρώπης. Δεν υπήρχε τίποτα το ρομαντικό στην ποιητική πράξη της θυσίας αυτής, παρά μόνο το πικρό, μεταφυσικά άδειο βλέμμα του Γιόζεφ Χάντερ, του ηθοποιού που υποδύεται με ευγένεια πνεύματος τον Τσβάιχ, καθώς σύρεται από τη μία επίσημη εκδήλωση στην επόμενη βαρετή βράβευσή του, μόνο και μόνο για να κερδίσει τη συμπάθεια των τοπικών αρχόντων και να εξασφαλίσει κάποια βίζα για Ευρωπαίους που θέλουν να αποδράσουν από τον επερχόμενο θάνατο – και την Ευρώπη που σβήνει στα μάτια του.