Ο Τζόσουα Οπενχάιμερ, ο Αμερικανός ντοκιμαντερίστας που μετοίκησε στη Δανία, συνεχίζει τη θεματική του καθηλωτικού Act of Killing, πηγαίνοντας την έρευνά του στο αποτρόπαιο πογκρόμ των κομμουνιστών της Ινδονησίας από τους εθνικιστές ακόμη παραπέρα. Το Look of Silence που παίζεται για πρώτη φορά σε ελληνική αίθουσα κινείται γύρω από την ευρύτερη έννοια της οπτικής. Πρωταγωνιστής είναι ένας οπτομέτρης-οφθαλμολόγος που με αφορμή το επάγγελμά του «βάζει τα γυαλιά σε παλιούς εξολοθρευτές, μετρώντας την όρασή τους και ρωτώντας τους λεπτομέρειες σε σχέση με τις πράξεις τους. Έχοντας χάσει τον μεγαλύτερο αδελφό του στις εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του '60, ανιχνεύει την αλήθεια μέσα από το τεράστιο σύννεφο της παραπλανητικής προπαγάνδας, σε μια προσπάθεια αποκάλυψης ενός συλλογικού μυστικού που πλέον έχει πάρει διαστάσεις εθνικού ψέματος. Το Act of Killing αναστάτωσε τη διεθνή κοινότητα, προκάλεσε πολλές συζητήσεις για μια ξεχασμένη μαύρη σελίδα του Ψυχρού Πολέμου, έλαβε διθυράμβους από τους κριτικούς και μεγάλα βραβεία (η Βρετανική Ακαδημία έκοψε το κομμάτι του λόγου του Οπενχάιμερ που καλούσε τη Μεγάλη Βρετανία να αναλάβει τις ευθύνες της και να απολογηθεί για τη στάση και την εμπλοκή της) και ενόχλησε βαθιά την κυβέρνηση της Ινδονησίας. Το Look of Silence, γυρισμένο σε αγροτικές περιοχές και βουτηγμένο σε μια ανατριχιαστική, θριλερική σιωπή, εκεί όπου κάποτε ακούγονταν οι κραυγές αγωνίας των σφαγιασθέντων, πραγματεύεται τον μαζικό φόνο, μια παρερμηνεία του στρατιωτικού καθήκοντος, που σε πολλές περιπτώσεις στη ροή της Ιστορίας κατέληξε σε παραφροσύνη επικών διαστάσεων, είτε με τη μορφή γενοκτονίας είτε σε διεστραμμένα βασανιστήρια με πολιτική πρόφαση. Η σκηνή που ο ψύχραιμος Άντι εξετάζει έναν γηραιό πλέον εθνοφρουρό σε ειδυλλιακό περιβάλλον, με ντεκόρ την τυπικά οργιώδη βλάστηση του τόπου και τους φυσικούς ήχους από τις φυλλωσιές και τα έντομα, κι εκείνος ομολογεί πως έκοβε μαστούς γυναικών, αποκεφάλιζε χωρίς λόγο κι έπινε το αίμα των κομμουνιστών για να μην τρελαθεί, αναστατώνει χωρίς εφέ και προσπάθεια, μόνο με την ένταση και τη λύπη των βλεμμάτων, περνώντας στη στιγμή από την άχρονη ομορφιά στο πάγωμα του θανάτου. Γαλήνια φρίκη, αυτό είναι η ταινία, παστοράλ εξωτικές εικόνες μιας χώρας που ρημάζει από μέσα, γιατί δεν συμφιλιώθηκε. Όλα αυτά σε μια περιοχή όπου, 50 χρόνια μετά τα απεχθή γεγονότα, οι γείτονες ζουν σε ένα απόκοσμο, παράδοξο καθεστώς ειρηνικού μίσους: οι επιζώντες εκτελεστές (perpetrators) ακόμη πιστεύουν πως οι επίγονοι των θυμάτων τους τούς τρέμουν και οι υπόλοιποι δεν ξέρουν τι να πιστέψουν, σαν κομπάρσοι που ζουν σε ένα βουβό δράμα, περιμένοντας μια κάθαρση για να αποθέσουν το πένθος τους − διότι το κράτος, φυσικά, δεν έχει παραδεχτεί τίποτε επίσημα.

 

Το Act of Killing αναστάτωσε τη διεθνή κοινότητα, προκάλεσε πολλές συζητήσεις για μια ξεχασμένη μαύρη σελίδα του Ψυχρού Πολέμου, έλαβε διθυράμβους από τους κριτικούς και μεγάλα βραβεία (η Βρετανική Ακαδημία έκοψε το κομμάτι του λόγου του Οπενχάιμερ που καλούσε τη Μεγάλη Βρετανία να αναλάβει τις ευθύνες της και να απολογηθεί για τη στάση και την εμπλοκή της) και ενόχλησε βαθιά την κυβέρνηση της Ινδονησίας.

 

 

Τα Επικίνδυνα Χρόνια του Πίτερ Γουίαρ, μια καλογυρισμένη, αν και ψυχαγωγική, δραματική περιπέτεια με τον Μελ Γκίμπσον, τη Σιγκούρνι Γουίβερ και τη Λίντα Χαντ φαντάζουν ένοχη απόλαυση, σαν προβληματισμένο ρομάντσο μπροστά στο επίμονο, σχεδόν ποιητικό και ηθελημένα όχι ιστορικά δομημένο δίτομο πόνημα του Οπενχάιμερ. Το θέμα δεν είναι πλέον ο Σουκάρνο και ο Σουχάρτο που τον ανέτρεψε, ούτε καν οι βρόμικοι μηχανισμοί της εξωτερική επιρροής που έπαιξαν σημαντικό ρόλο ένθεν και ένθεν, αλλά οι σπόροι της πολιτικής αμνησίας και η αναλγησία που σκορπάει η αμάθεια. Ο Άντι, με τη βοήθεια του Τζόσουα (Γιοσουέ τον φωνάζουν οι ντόπιοι) Οπενχάιμερ, έχασε τον μεγαλύτερο αδελφό του με τον χειρότερο τρόπο: τον χτύπησαν, τον μαχαίρωσαν, του έβγαλαν τα σωθικά και όταν εκείνος κρύφτηκε στο σπίτι του για να γλιτώσει, ήλθαν να τον αναζητήσουν, είπαν ψέματα στη μητέρα του πως θα τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο, του έκοψαν το πέος, τον άφησαν να ψυχορραγήσει και τον έθαψαν σε έναν λάκκο. Ο σκοπός του Οπενχάιμερ ήταν να καταδείξει πώς η Δύση, και ειδικά οι ΗΠΑ, επωφελήθηκε από τον Ψυχρό Πόλεμο και, με πρόσχημα τον αποικιοκρατικό αντικομμουνισμό, στρατολόγησε κρατουμένους από τις φυλακές των μελλοθάνατων, ακριβώς 20 χρόνια μετά τις παρόμοιες πρακτικές των ναζί στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, κι έστησαν γερές μπίζνες με τους φυσικούς πόρους της Ινδονησίας (τρομερά τα πλάνα από ρεπορτάζ του NBC λίγο μετά τις σφαγές, με την πασίγνωστη Good Year να εκμεταλλεύεται με την άδεια του νέου κράτους τα αποθέματα από λάστιχο). Κι ενώ ο σκηνοθέτης τιμήθηκε εκτενώς (με δεύτερη υποψηφιότητα για Όσκαρ, Μεγάλο Βραβείο Επιτροπής στο Φεστιβάλ Βενετίας, δεκάδες διεθνείς διακρίσεις), ο Άντι έμεινε με την ελπίδα της συγχώρεσης μετέωρη. Οι εκτελεστές του αδελφού του και οι συγγενείς τους, από φόβο ή άμυνα, δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τι ακριβώς ζητάει από αυτούς, γιατί σκαλίζει μια παλιά ιστορία και αν αποσκοπεί σε κάτι πιο δόλιο ή απειλητικό απ' ό,τι υπονοούν οι ευγενικοί του τρόποι, τα μετρημένα του λόγια, η ολύμπια ψυχραιμία και η διαλεκτική του μέθοδος. «Η ιστορία επαναλαμβάνεται;». Ναι, αλλά όχι ως θέσφατο μοτίβο που λειτουργεί ως μοιρολατρική πανάκεια για θύματα και θύτες και πρόφαση για θηριωδίες για τις κυβερνήσεις και τους δεσπότες. Αντί ενός ακόμη καταλόγου αποτρόπαιων πράξεων, η Όψη της Σιωπής προτείνει τον πολιτισμένο διάλογο, πρόσωπο με πρόσωπο, βλέμμα προς βλέμμα.