Το επώνυμο του Φρανσουά Οζόν ανέκαθεν με παρέπεμπε ηχητικά στο γαλλικό ρήμα «oser» που σημαίνει «τολμώ», γιατί οι ταινίες του φαίνεται πως τολμούν, αλλά ουσιαστικά μόνο προκαλούν και γαργαλάνε, έχοντας πάντα ως δίχτυ ασφαλείας ένα ευθέως ανάλογο υποσύνολο των σινεφιλικών επιδράσεών τους. Στις καλύτερές του στιγμές ο Οζόν παντρεύει τους δύο μέντορές του, τον Χίτσκοκ και τον Φασμπίντερ, στο απαλό μαξιλάρι μιας μετα-χολιγουντιανής χειρονομίας, όπως με το Sous le Sable, το Swimming Pool ή το Les amants criminels, φιλτράροντας τους μέσα από τη γαλλική νοοτροπία και τον γαλλικό προβληματισμό. Όταν ξεφεύγει και δεν σώζεται την τελευταία στιγμή από τη φαντασία και τη φιλοδοξία του, όπως στο Potiche, του δίνει και καταλαβαίνει, όπως για παράδειγμα στο Ricky. Αν και τον προτιμώ σε χαμηλόφωνες προσπάθειές του, όπως στο εξαιρετικά λιτό και συγκινητικό Le temps qui reste, δεν μπορώ να μην παραδεχτώ την αγάπη του για το σινεμά και τους μηχανισμούς του, την ικανότητά του στην ενσωμάτωση των ειδών και τα θεματικά του σλάλομ από ταινία σε ταινία. Στην Καινούργια Φιλενάδα διασκευάζει Ρουθ Ρέντελ και ακολουθεί τον χιτσκοκικό χρυσό κανόνα της σπουδαιότητας της απόφασης, όπως αυτή που παίρνει ο χήρος πρωταγωνιστής, που, αν και πατέρας ενός μικρού παιδιού, αλλάζει πλήρως τη ζωή του και καθιστά κοινωνό την (αρχικά απρόθυμη και σοκαρισμένη, στη συνέχεια μέσα στην περιέργεια και την ίντριγκα επί της αλλόκοτης περίπτωσης) καλύτερη φίλη της συζύγου του. Είναι γενναίος, ανισόρροπος, φετιχιστής ή μια ακόμη καταπιεσμένη προσωπικότητα που δεν αντέχει άλλο να κρύβεται μέσα στην ντουλάπα του; Η μεταμόρφωση περνά από πολλά στάδια, όχι πάντα δοσμένα με επιδεξιότητα και αβρότητα, αλλά το αναπάντεχο εμβόλιμο χιούμορ και το ονειρικό, αντιρεαλιστικό κλίμα αλά Ντάγκλας Σερκ βοηθάνε σε μια ατμόσφαιρα που ενίοτε αποζημιώνει για το τεχνητό σενάριο και τη λοξή πλοκή.