Ιδιότυπο φιλμ κινουμένων σχεδίων σε σύλληψη και σκηνοθεσία του Ματίας Μαλζιέ, αρχηγού του γαλλικού ροκ μουσικού συγκροτήματος Dionysos, σε concept άλμπουμ των οποίων βασίζονται η ιδέα και οι χαρακτήρες.

 

Τοποθετημένο στο ευρύτερο στυλ και στην περίοδο της βικτωριανής Αγγλίας, και πιο συγκεκριμένα στο παγωμένο τοπίο του Εδιμβούργου και της εξοχής του, το Παιδί με την κουρδιστή καρδιά έχει ως ρομαντικό ήρωα ένα αγόρι που γεννιέται την πιο κρύα ημέρα του χρόνου και ζει με ένα κουρδιστό ρολόι στη θέση της καρδιάς του. Για να επιβιώσει, δεν πρέπει να πειράζει τα μηχανικά μέρη της, να διατηρεί την ψυχραιμία του και να μην ερωτευθεί, αλλιώς θα πεταχτούν έξω τα ελατήρια και οι βίδες και θα πεθάνει. Έλα όμως που ερωτεύεται μια πικραμένη, μικροκαμωμένη κοπέλα που το έχει σκάσει άρον άρον από την πόλη και ταξιδεύει, παρέα με τον Ζορζ Μελιές, ως την Ανδαλουσία, για να τη βρει στο λούνα παρκ όπου εργάζεται. Με εμβόλιμη την ιδεατή έννοια του σινεμά και του ονείρου (εξού και ο Μελιές) η ιστορία περιτριγυρίζει τη μαγική δύναμη του έρωτα σε ένα πάρκο θαυμάτων. Η εικονογράφηση και η ατμόσφαιρα μοιράζονται, και ενίοτε διστάζουν, ανάμεσα στο γοτθικό σύμπαν του Τιμ Μπέρτον – μάλιστα, ο κακός συμμαθητής του Τζακ (Ζαν στη γαλλόφωνη εκδοχή της ταινίας) μοιάζει με έναν αρνητικό Τζόνι Ντεπ της εποχής του Ψαλιδοχέρη και το οικείο περιβάλλον των παραμυθιών. Η παραξενιά τού να βλέπεις φιγούρες που μοιάζουν με πορσελάνινες κούκλες άψογα διατηρημένες από το πολικό ψύχος, αλλά μέσα στις οποίες κατοικούν κυνηγημένες ψυχές που δονκιχωτικά αναζητούν τη θαλπωρή σε έναν κόσμο περιοριστικό και απειλητικό, καθώς και μια ηλεκτρική μουσική υπόκρουση, σε αντίθεση με το μιουζικαλίστικο σύστημα του ανείπωτα εμπορικού (και προβλέψιμου) Frozen, είναι ευπρόσδεκτες και λειτουργούν άρτια για ένα κοινό που καλείται να αποδεχθεί τη διαφορετικότητα μιας ταινίας που δεν έχει σχεδιαστεί αυστηρά για παιδάκια.