Δύο χρόνια πριν ξεσπάσει ο Αμερικανικός Εμφύλιος, ο Django, ένας μαύρος σκλάβος από τον Νότο (Τζέιμι Φοξ) συναντά τον Γερμανό κυνηγό επικηρυγμένων/οδοντίατρο Dr. King Schultz (Κριστόφ Βαλτζ), ο οποίος ακολουθεί τα ίχνη των φονικών αδελφών Brittles. Καθώς μόνο ο Django μπορεί να τον οδηγήσει σε αυτούς, ο ανορθόδοξος Schultz συνεργάζεται μαζί του με την υπόσχεση ότι θα τον ελευθερώσει με το πέρας της αποστολής. Αφού πετύχουν τον σκοπό τους, ο Schultz απελευθερώνει τον Django και οι δυο τους αποφασίζουν να συνεχίσουν την καταδίωξη των πιο γνωστών εγκληματιών του Νότου.

 

Εν τω μεταξύ, ο Django ακονίζει τα μαχαίρια του για τον δικό του σκοπό: τη σωτηρία της Broomhilda (Kέρι Ουάσινγκτον), της γυναίκας του που έχασε σε σκλαβοπάζαρο πριν από καιρό. Η έρευνα του Django και του Schultz τους οδηγεί στον Calvin Candie (Λιονάρντο ντι Κάπριο), τον ιδιοκτήτη της «Candyland», μιας κακόφημης φυτείας, όπου οι σκλάβοι παλεύουν μεταξύ τους μέχρι θανάτου. Η παρουσία των δύο πρωταγωνιστών τραβάει την προσοχή του Stephen (Σάμιουελ Λ. Τζάκσον), που είναι ο έμπιστος του Candie. Ο κλοιός αρχίζει να σφίγγει γύρω τους και οι δυο σύντροφοι θα πρέπει να διαλέξουν ανάμεσα στη θυσία και την επιβίωση.

 

Ο πρώτος και καλύτερος DJ σκηνοθέτης σαμπλάρει το σπαγκέτι γουέστερν, ακροπατώντας στο παλιό Django του Σέρτζιο Κορμπούτσι, διατηρώντας τον φορμαλισμό στο περίγραμμα της βίας και την ουσία της κινηματογράφησης, κάνοντας ωστόσο μια παιχνιδιάρικα «ηθική» ταινία για τη δουλεία, με την ψυχή ενός blaxploitation movie, σαν κι εκείνα που γυρίζονταν με περηφάνια και υπερβολή στις αρχές της δεκαετίας του ’70.

 

Η άπλετη χρήση του «nigger» προκάλεσε ήδη αδικαιολόγητες αντιδράσεις σε όσους διαφυλάσσουν κλινικά την κληρονομιά, δημιουργώντας έτσι ένα θεματικό γκέτο όπου οι μη μαύροι δεν έχουν δικαίωμα πρόσβασης. Ό,τι κι αν λένε, ωστόσο, ο Σπάικ Λι και άλλοι, ο Ταραντίνο καλύπτεται και δεν προσβάλλει. Περιττό να αναφέρουμε ότι πολλές ταινίες που εμπίπτουν στο ψευδο-ιταλικό και αφροαμερικανικό b-movie ιδίωμα (αντάμα με το ασιατικό στυλ της υπερτονισμένης βίας) συγκαταλέγονται ανάμεσα στις αγαπημένες του Ταραντίνο.

 

Αυτή η δημιουργική επεξεργασία είναι, άλλωστε, αναπόσπαστο κομμάτι της φήμης του, μαζί με το συνεχιζόμενο ταλέντο του να απελευθερώνει πολλούς ηθοποιούς από τα δεσμά του στυλ τους (όπως εδώ τον Ντι Κάπριο στον ρόλο του... φρενολόγου) και να δίνει σε άλλους την ευκαιρία να λάμψουν με ασυνήθιστους συνδυασμούς ξερού χιούμορ και βαθιάς ανθρωπιάς, όπως με την περίπτωση του Κριστόφ Βαλτζ. Με δεδομένη την πρόοδό του στην αφήγηση, το Django, ο Τιμωρός είναι άνετα μια από τις πιο ολοκληρωμένες, διασκεδαστικές κι εξωφρενικές ταινίες του, όπου το σοφιστικέ πνεύμα συναντά το καρτουνίστικο χιούμορ και οι απανωτές ατάκες ενισχύουν τη σπουδή χαρακτήρων, σε μια ερωτική ιστορία τριών πράξεων και πολλών ρόλων.

 

Το δίδυμο του Φοξ με τον Βαλτζ γίνεται αυτόματα κλασικό - ένα οξύμωρο αρμονικής αντίθεσης ανάμεσα στον λακωνικό σκλάβο και τον αμοραλιστή, αλλά ως Ευρωπαίο, αλλεργικό στη σκλαβιά, λαλίστατο κι εκφραστικό κυνηγό κεφαλών. Ο Κριστόφ Βαλτζ μετουσιώνει την ιερή αγάπη του Ταραντίνο στη σημασία των λέξεων (ραψωδός των περιθωριακών, εξου και pulp fiction) σε ένα κινηματογραφικό ευαγγέλιο για τη χρήση της γλώσσας, όπως έκανε και στους Άδοξους Μπάσταρδους. Κι όσο αν ο σκηνοθέτης έχει αποκτήσει μια συνείδηση της σπουδαιότητας του λόγου του (που μετριάζεται αισθητά με το φαινομενικά χαβαλεδιάρικο τρόπο που αντιμετωπίζει τους χαρακτήρες, και ειδικά στο θέμα του ξεπαστρέματός τους), η ικανότητά του να παντρεύει τη μεγάλη ιδέα της ταινίας και της Ιστορίας σε μια σειρά από γεγονότα που σχετίζονται με τους ανθρώπους και το σινεμά παραμένει μαγική.

 

Στις τελευταίες δύο ταινίες του, μάλιστα, όλη η κριτική που είχε δεχτεί, εν μέρει δικαιολογημένα, για τη δωρεάν υπερβολή του στο αίμα και τη χαρά που νιώθει ο θεατής από την εμπειρία αυτή φαίνεται να υποχωρεί, αφού οι Μπάσταρδοι και ο Τιμωρός διορθώνουν μέγιστες ιστορικές αδικίες σε έναν φανταστικό καμβά και οδηγούν στη λύτρωση. Πάντα με υψηλό τον δείκτη των θυμάτων, για να μην ξεχνιόμαστε... Η σκηνή/παρωδία με τους κουκουλοφόρους της Κου Κλουξ Κλαν, που παραπέμπει στη Γέννηση ενός  Έθνους του Γκρίφιθ, είναι ένα μόνο παράδειγμα αντιστροφής της εικόνας που αναπαρήγε το λευκό σινεμά για τους σκλάβους και που στην κάμερα του Ταραντίνο γίνεται αφορμή για σχόλιο πάνω στον διάλογο της ορθότητας με την πραγματικότητα.

 

Αλλά πόσα πράγματα από τη μυθοπλασία είναι το ίδιο μεγάλη κουβέντα με το αν η βία του σινεμά επηρεάζει καταλυτικά τα μυαλά των θεατών και οπλίζει τα χέρια τους; Ο Ταραντίνο της ωριμότητας, χωρίς να έχει χάσει τη διάθεσή του να γιορτάζει τα καταφρονεμένα είδη του παγκόσμιου σινεμά περασμένων δεκαετιών, απαντά με πανδαισία, έστω κι αν το τρίτο μέρος, από τη στιγμή που δύο από τους βασικούς πρωταγωνιστές εγκαταλείπουν την κούρσα με εντυπωσιακό τρόπο, τραβάει σε διάρκεια αποδυναμώνει αντί να απογειώνει.