#5. Ψυχανάλυση.Όταν έκανα την εκπαίδευση μου ως ομαδικός αναλυτής (ψυχαναλυτικού τύπου), είχα μια συν-εκπαιδευόμενη ψυχολόγο η οποία για τα 3 πρώτα χρόνια ρωτούσε το ίδιο πράγμα κάθε δυο-τρία μαθήματα: «Καταλαβαίνω πως μέσα από την ψυχαναλυτική διαδικασία καταλαβαίνουμε σε μεγάλο βαθμό το γιατί είμαστε όπως είμαστε, αλλά πως μπορούμε να αλλάξουμε;» Και άκουσα πολλές απαντήσεις σχετικά με αυτό – με μικρές ή μεγάλες διαφορές μεταξύ τους, αναλόγως σε μεγάλο βαθμό με τη ‘σχολή’ του κάθε διδάσκοντος θεραπευτή. Χωρίς να μπω σε λεπτομερή ή θεωρητική ή συγκριτική ανάλυση, η δική μου αίσθηση (τόσο από την προσωπική μου ψυχανάλυση όσο και από τα περιστατικά που γνωρίζω), βασιζόμενη πάντα σε ψυχαναλυτική προσέγγιση (υπάρχουν και πολλές άλλες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, πολύ ή λίγο διαφορετικές) είναι η εξής:Η ψυχαναλυτική θεραπεία δεν αποτελεί μόνο μια διερευνητική διαδικασία κατανόησης του ασυνείδητου – δηλαδή των βασικών δομικών χαρακτηριστικών της προσωπικότητάς μας που έχουν διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό στα βρεφικά και παιδικά μας χρόνια. Δεν αποσκοπεί μόνο στο ‘γνώθι σαυτόν’. Σίγουρα από εκεί ξεκινάμε, αλλά πέρα από την επεξεργασία των αναπτυξιακών σταδίων που έχουμε περάσει και τις επιδράσεις που έχουμε βιώσει (το τι κουβαλάμε με άλλα λόγια), μέσα από μια σωστή ψυχαναλυτική διαδικασία δεν αναλύουμε απλώς αλλά βιώνουμε ξανά τα αναπτυξιακά στάδια αυτά, τα γεγονότα και συναισθήματα που μας διαμόρφωσαν. Και καθώς τα βιώνουμε ξανά, έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε και ορισμένες διορθωτικές κινήσεις με τη δική μας πάντα θέληση αλλά και με τη βοήθεια του ψυχοθεραπευτή. Για αυτό το λόγο ο καλός ψυχοθεραπευτής έχει κρίσιμο ρόλο. Δεν αρκεί μόνο να μας διευκολύνει να καταλάβουμε το παρελθόν μας, τις ρίζες τις προσωπικότητάς μας, αλλά μας βοηθά να ξαναπεράσουμε αυτές τις εμπειρίες παίζοντας όμως αυτός (ή αυτή) λίγο διαφορετικά, λίγο καλύτερα τους ρόλους των βασικών ανθρώπων που μας διαμόρφωσαν. Να δώσω ένα απλοϊκό παράδειγμα: έστω ότι εγώ, ο αναλυόμενος κύριος Χ., αντιμετωπίζω κρίσεις πανικού. Ξεκινάω την ψυχανάλυσή μου και ανακαλύπτω σιγά σιγά ότι σε μεγάλο βαθμό οι κρίσεις αυτές βασίζονται σε έναν ασυνείδητο φόβο τιμωρίας διότι όταν ήμουν παιδί η μητέρα μου με έδερνε όταν έκανα κάτι λάθος. Συνεχίζοντας, φέρνω στην επιφάνεια (ανασύρω από το ασυνείδητο στο συνειδητό) την εμπειρία του να τρώω ξύλο: τον πόνο, την ταπείνωση, τη αίσθηση απόρριψης, την αίσθηση ότι η μητέρα μου δεν με αγαπούσε την ώρα που με έδερνε, κλπ. Καθώς ανασύρω στο συνειδητό αυτές τις εμπειρίες, τις ξαναβιώνω. Είναι σαν να μπαίνω σε μια μηχανή χρόνου και να έχω πάλι απέναντί μου τη μάνα μου του τότε. Στη διαδικασία αυτή, ο ψυχαναλυτής μπορεί να παίξει κατ’ αρχήν σε μεγάλο βαθμό το ‘ρόλο’ της μάνας του τότε: να την καθρεπτίσει συμβολικά έτσι ώστε εγώ να μπορέσω να τη νιώσω πιο ζωντανά, πιο συναισθηματικά. Αλλά παράλληλα, μπορεί στη συνέχεια και να μου δείξει τα λάθη αυτής της μάνας του τότε. Να με βοηθήσει να ξεχωρίσω συναισθηματικά το κατά πόσο εγώ πράγματι ‘έφταιγα’ για την τιμωρία και κατά πόσο η τιμωρία ήταν αποτέλεσμα λάθος χειρισμού ή νοοτροπίας ή ό,τι άλλο της μάνας μου. Η διόρθωση λοιπόν που μπορεί να προκύψει είναι η μάνα μου που έχω εσωτερικοποιήσει (το εσωτερικό ‘αντικείμενο μητέρα’) που πια με τιμωρεί όχι με ξύλο αλλά με κρίσεις πανικού έχοντας γίνει κομμάτι του εσωτερικού μου εαυτού, μπορεί να διαφοροποιηθεί, να μαλακώσει, να μπει σε μια πιο σωστή διάσταση μέσα μου. Δεν είναι βέβαια δυνατόν να αλλάξουμε ριζικά τα θεμέλια της προσωπικότητας μας, αλλά είναι δυνατόν να κάνουμε επανορθωτικές κινήσεις.
Σχολιάζει ο/η