Σε όλες τις τάξεις δημοτικού,γυυνασίου και λυκείου είμασταν σχεδόν οι ίδιοι συμμαθητές και περνούσαμε όμορφα δεν έχω λοιπόν κακές αναμνήσεις.Δεν είναι άσχημη,αλλά μου έχει εντυπωθεί βαθιά στην μνήμη και πάντα όποτε το σκέφτομαι μου φέρνει στεναχώρια.Είμασταν 3η γυμνασίου και στην 2α ήρθε ένα παιδί στην μέση της χρονιάς,πολύ μικροκαμωμένο,φορούσε γυαλάκια και θυμάμαι έντονα τα πόσο κόκκινα ήταν τα χείλη του,είχε μια εξωτική αρρώστια για μας που λεγόταν μεσογειακή αναιμία.Στα διαλείμματα καθόταν πάντα μόνο του στο μπαλκόνι του 1ου ορόφου και παρακολουθούσε τα παιδιά που (πήγα να γράψω παίζαμε αλλά στη ουσία ) μαλακιζόμασταν στην αυλή.Σε κάποιο διάλειμμα ή κάτι τέτοιο, βλέπω δύο παιδιά της τρίτης να πειράζουν έντονα και να σπρωχνουν το παιδάκι κοροιδεύοντάς το για την εμφάνισή του,για να μην τα πολυλογώ (που ήδη το κάνω)αφού τους ζήτησα το λόγο και τους ζήτησα να τον αφήσουν ήσυχο μου είπαν να μην ανακατεύομαι και ο ένας από τους δύο με είπε αδερφή (μεγάλη κουβέντα για την αντρική περηφάνια της εφηβείας)τους βούτηξα και τους δύο,στον ένα έσπασα ένα δόντι και τον πήραν τα αίματα(έγινε χαμός με την μάνα του,αλλά δεν με ένοιαζε καθόλου) και στον άλλο θύμόταν ακόμα πριν λίγα χρόνια που τον συνάντησα την κλωτσιά στον κώλο που του έχωσα.Το παιδάκι ποτέ δεν με ευχαρίστησε,δεν μου είπε απολύτως τίποτα,απλά έφυγε και μπήκε στην τάξη.Το σπαραχτικό είναι ότι αυτό το παιδί στο τέλος του χρόνου πέθανε,ακόμα με στεναχωρεί ότι στα τελευταία της ζωής του πήρε μια γερή γεύση από την μαλακισμένη σκληρότητα του ανθρώπου.
Σχολιάζει ο/η