Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ποιο φαγητό φέρνει δάκρυα στα μάτια του Ευριπίδη Σαμπάτη;

Ο γνωστός μουσικός μας αποκαλύπτει την ιστορία πίσω από τη γεύση που τον συγκινεί.

Ποιο φαγητό φέρνει δάκρυα στα μάτια του Ευριπίδη Σαμπάτη;

Αν και δεν το έχω δύσκολο να κλάψω, δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιο φαγητό που να μου φέρνει δάκρυα στα μάτια, εκτός φυσικά κι αν είναι τίγκα στο τσίλι και στο μπούκοβο. Ωστόσο, υπάρχουν κάποια φαγητά που μου ξυπνάνε μνήμες παιδικές, λειτουργώντας σαν εκείνη την περίφημη σκηνή από το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προυστ. Ίσως το πιο έντονα συναισθηματικό φαγητό για μένα είναι οι λαχανοντολμάδες, φτιαγμένοι με τον πολίτικο τρόπο, με μπόλικο αυγολέμονο. Είναι από τα αγαπημένα μου πιάτα από τότε που ήμουν παιδί.

Θεωρητικά, θα μπορούσε άνετα να είναι ένα φαγητό που μου προκαλεί κάπως αναγούλα, λόγω της υφής των βρασμένων λαχανόφυλλων, όμως ήταν η σπεσιαλιτέ της τότε αγαπημένης μου θείας Φλώρας και το καταβρόχθιζα με πάθος. Τους έφτιαχνε με μια πλούσια, κρεμώδη, λεμονάτη σάλτσα με πολλά μπαχαρικά και είχαν μια γεύση Ανατολής που έμοιαζε εξωτική στον ουρανίσκο μου και με έκανε να ονειρεύομαι βόλτες στις όχθες του Βοσπόρου, μπροστά από τζαμιά και σαράγια.

Τους παραγγέλνω στα μαγειρεία και τους τρώω αργά, πασχίζοντας να βρω στη γεύση τους κάτι από τα παιδικά μου χρόνια και την τότε υπέροχη σχέση μου με τη Φλώρα.

Η Φλώρα ήταν η σύζυγος του Ευριπίδη, του αγαπημένου θείου της μαμάς μου και νονού μου, από τον οποίο πήρα και το όνομά μου. Ήταν μια γυναίκα λαϊκή, θρήσκα και κουτσομπόλα, πολύ διαφορετική από τις άλλες γυναίκες της οικογένειας της μαμάς μου, όλες μορφωμένες και προοδευτικές Μικρασιάτισσες, αλλά εγώ περνούσα καταπληκτικά μαζί της. Ταΐζαμε μαζί τις γάτες της πίσω αυλής, κάναμε κηπουρική, βλέπαμε σαπουνόπερες, διαβάζαμε βίους αγίων, λύναμε σταυρόλεξα και, φυσικά, τρώγαμε τις λιχουδιές που έφτιαχνε με περίσσιο μεράκι, όλες συνταγές κωνσταντινουπολίτικες, με μπόλικα μυρωδικά και σάλτσες. Εγώ διασκέδαζα πολύ με το να της πηγαίνω κόντρα όσον αφορούσε το θρησκευτικό θέμα, καθότι έχω άθεους γονείς, και, εκτός από το ότι συνεχώς αμφισβητούσα τον χριστιανισμό, έφτανα στο σημείο να επινοώ προσευχές στον Βούδα και να τις λέω μπροστά της γονατιστός. Έξαλλη γινόταν και με απειλούσε να μου τρίψει το στόμα με τις καυτερές πιπεριές που καλλιεργούσε κατά κόρον στον κήπο της.

Μια μέρα, με αφορμή τη δίκη για τον βιασμό της Καρολάιν στο σίριαλ «Τόλμη και Γοητεία», τη ρώτησα τι σήμαινε αυτή η λέξη. Μου είπε: «Είναι όταν ένας άντρας αναγκάζει μια γυναίκα να κάνει κάτι που δεν θέλει». Ρώτησα αν θα ήταν βιασμός να την αναγκάσω να με πάει στην παιδική χαρά εφόσον αυτή δεν θέλει και αν θα με περάσουν κι εμένα από δίκη, μου τα μάσησε λίγο ότι δεν είναι ακριβώς έτσι και μετά κάπως τράβηξε την προσοχή μου σε κάτι άλλο για να ξεφύγει από αυτό το επίμαχο θέμα που εγώ τόσο διακαώς ήθελα να συζητήσω.


Μεγαλώνοντας, η σχέση μας άλλαξε. Όσο πιο πολύ μεγαλώναμε εγώ και η αδελφή μου, τόσο πιο πολύ νιώθαμε ότι μας αντιπαθεί, μας έριχνε μπηχτές όλη την ώρα, μίλαγε άσχημα για την οικογένειά μας. Πέρασαν τα χρόνια και μια μέρα σχεδόν με έπιασε στα πράσα να κοιμάμαι με το τότε αγόρι μου στο άδειο σπίτι του παππού μου. Μια άλλη μέρα, μπήκε απροειδοποίητα στο σπίτι των γονιών μου μετά από ένα μεγάλο πάρτι που είχα κάνει εκεί και βρήκε ένα χάος, με κόσμο να κοιμάται σε καναπέδες και κρεβάτια, με ξύπνησε έξαλλη και καβγαδίσαμε. Το ποτήρι ξεχείλισε τη μέρα που την άκουσα να μαλώνει με τον θείο μου και να βρίζει φρικτά όλη μας την οικογένεια. Δεν της ξαναμίλησα για χρόνια. Ούτε έτρωγα λαχανοντολμάδες πουθενά και ποτέ, δεν ήθελα να τους βλέπω ούτε ζωγραφιστούς, μου έφερναν αναγούλα πια.


Λίγο πριν πεθάνει, η Φλώρα ζήτησε συγγνώμη από τη μαμά μου κι εγώ πήγα να τη δω επιτέλους. Έκανε σαν τρελή από τη χαρά της όταν με είδε κι εγώ έκλαψα πολύ όταν βγήκα από το δωμάτιο. Από τότε οι λαχανοντολμάδες ξανάγιναν ένα από τα αγαπημένα μου φαγητά. Τους παραγγέλνω στα μαγειρεία και τους τρώω αργά, πασχίζοντας να βρω στη γεύση τους κάτι από τα παιδικά μου χρόνια και την τότε υπέροχη σχέση μου με τη Φλώρα. Καμιά φορά νομίζω πως τη βλέπω στην πίσω αυλή του προσφυγικού σπιτιού της στη Νέα Φιλαδέλφεια, ανάμεσα σε βασιλικούς και πιπερίτσες μεσα σε λαδοτενεκέδες, να με φωνάζει: «Έλα, βρε, να χαϊδέψεις το γατάκι που μας μαζεύτηκε, δες τι καλό που είναι. Αχ, τζιέρι μου, κοιτά πώς του αρέσει εδώ, στο λαιμουδάκι του...».