Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Να γιατί το Περού έχει κάνει την πιο μεγάλη γαστρο-επανάσταση στον κόσμο

Η Ελένη Ψυχούλη γράφει για το φαγητό στη χώρα που και τα πιτσιρίκια θέλουν πλέον να γίνουν σεφ

Να γιατί το Περού έχει κάνει την πιο μεγάλη γαστρο-επανάσταση στον κόσμο

Με το τι συμβαίνει στην άλλη άκρη του Θεού και του λατίνου κόσμου, διάθεση καμία δεν θα είχα να σας βαρύνω, αν αυτά που συμβαίνουν εκεί δεν επηρέαζαν και τη μικρή μας χώρα, όπως θα σας τα περιγράψω στο Β' μέρος αυτής της ταπεινής πραγματείας.

Bουτηγμένοι στη σκόνη και τον ιδρώτα, λαχανιασμένοι από τον ανήφορο κάτω από έναν ανελέητο ήλιο, οι μαθητές του Γαστρονομικού Ινστιτούτου της Pachacutec, διανύουν μέχρι και τέσσερις ώρες ποδαρόδρομο την ημέρα, για να φθάσουν στην κορυφή του αμμόλοφου που στεγάζει στην πιο σουρεαλιστική Σχολή του πλανήτη, στη μέση του πουθενά, πάνω από τη γιγάντια παραγκούπολη της Ventanilla. Κανείς δεν αργεί, κανείς δεν παραπονιέται, όλοι ευλογούν την τεράστια τύχη τους, να φοιτούν στη σχολή του απόλυτου σταρ, Γκαστόν Αθούριο.

Το ψάρεμα, η κτηνοτροφία, η κινόα και η σοκολάτα γνωρίζουν πρωτόγνωρες δόξες, 80 000 περουβιανάκια φοιτούν σε σχολές μαγειρικής και τα World Travel Awards ψήφισαν το Περού καλύτερο γαστρονομικό προορισμό του πλανήτη.

46 χρονών, με πάνω από 30 εστιατόρια σε όλο τον πλανήτη, εμπνευστής της μεγαλύτερης γαστρονομικής επανάστασης του πλανήτη αυτή τη στιγμή, δαιμόνιος και χαρισματικός, ο Γκαστόν κατάφερε να αλλάξει μέσα σε μια δεκαετία το όραμα μιας ολόκληρης χώρας: κάθε πιτσιρίκι ονειρεύεται να γίνει σεφ και όχι πια ποδοσφαιριστής όπως παλιά. Φανατικός θαυμαστής και υποστηρικτής του, ο Φεράν Αντριά, που πέρσι χρηματοδότησε ένα ντοκιμαντέρ για τον φίλο του, υποστηρίζει πως τα τελευταία χρόνια το Περού βιώνει μια μοναδική στον πλανήτη γαστρονομική αλλά και πολιτιστική και οικονομική επανάσταση. Αυτή που δίνει ψωμί σε 5 000 000 ανθρώπους και τα έσοδά της αντιστοιχούν στο 11% του Εθνικού Ακαθάριστου Εισοδήματος. Το ψάρεμα, η κτηνοτροφία, η κινόα και η σοκολάτα γνωρίζουν πρωτόγνωρες δόξες, 80 000 περουβιανάκια φοιτούν σε σχολές μαγειρικής και τα World Travel Awards ψήφισαν το Περού καλύτερο γαστρονομικό προορισμό του πλανήτη.

Σε όλο το Περού, η γεύση είναι πανταχού παρούσα: στις υπαίθριες αγορές με τα χιλιάδες εξαιρετικά προϊόντα της χώρας που διαθέτει 2000 διαφορετικά είδη πατάτας, στην κουζίνα του δρόμου, στις σεβιτσερίες, στα ακριβά εστιατόρια για φρέσκο ψάρι, στα χιλιάδες μικρά και μεγάλα εστιατόρια με ανησυχίες και μπόλικη δημιουργικότητα...

Μεγαλοαστός που εγκατέλειψε τη Νομική για να γίνει μάγειρας, ο Γκαστόν, μετά από μια αστεράτη πορεία στις ευρωπαϊκές κουζίνες, επιστρέφει στη Λίμα, όπου στήνει το πρώτο του «δημιουργικό» εστιατόριο. Μέσα από τις παραδοσιακές συνταγές της γιαγιάς αναδύθηκε μια ολόφρεσκια γεύση και ένα τρελό σουξέ, μέχρι που ο Γκαστόν συνειδητοποίησε πως «η τεχνική δεν μετράει και είναι πολύ λίγη. Έξω από την κουζίνα, ένοιωσα ότι έπρεπε να μιλήσω για την εθνική μας ταυτότητα, την εθνική μας περηφάνεια, τα όνειρά, τα προϊόντα και την ιστορία μας». Κι όπως γράφει για κείνον το περουβιανό βραβείο Νόμπελ Mario Vargas Llosa «Kανένας δεν δούλεψε τόσο σκληρά ώστε να μάθει ο κόσμος πως αυτή η τόσο φτωχή και ταλαιπωρημένη χώρα διαθέτει μια σύνθετη κουζίνα, όσο η Γαλλία ή η Κίνα. Έδωσε πίσω τη χαμένη περηφάνια σε έναν ολόκληρο λαό».

Ο οποίος λαός, εκείνη την εποχή, στη δεκαετία του '90, έβγαινε τραυματισμένος από μια σειρά απολυταρχικών καθεστώτων, τις λεγεώνες θανάτου και τις υποχρεωτικές στειρώσεις του καθεστώτος Φουτζιμόρι, τη βία και την οικονομική κρίση. Η κουζίνα ήταν μια αθώα διέξοδος, ένα ασφαλές καταφύγιο σε μια εποχή καταστολής. Ο Γκαστόν καταστρώνει βήμα-βήμα το σχέδιό του. Σ'αυτό το παιχνίδι έπρεπε όλοι να μπουν: μάγειρες, παραγωγοί, πελάτες, το κράτος. Στήνει εσριατόρια, εκπομπές και βιβλία μαγειρικής, προχωρά στην εκπαίδευση: το Ινστιτούτο Γαστρονομίας οργανώνεται για να σώσει τα παιδιά της Ventanilla αρχικά, μέχρι να γίνει εθνικό όνειρο. Οι καλύτεροι επανδρώνουν τα εστιατόρια του Γκαστόν, όλοι βρίσκουν μια θέση στον ήλιο της νέας κατάστασης, όπου μια ολόκληρη χώρα κρεμά με εμπιστοσύνη τις ελπίδες της στη γεύση.

O Γκαστόν, μετά από μια αστεράτη πορεία στις ευρωπαϊκές κουζίνες, επιστρέφει στη Λίμα, όπου στήνει το πρώτο του «δημιουργικό» εστιατόριο

Σε όλο το Περού, η γεύση είναι πανταχού παρούσα: στις υπαίθριες αγορές με τα χιλιάδες εξαιρετικά προϊόντα της χώρας που διαθέτει 2000 διαφορετικά είδη πατάτας, στην κουζίνα του δρόμου που έχει κερδίσει τη χαμένη της αξιοπρέπεια αφού μέχρι πρότινος ήταν απλά άλλη μια κουζίνα του φτωχού, στις σεβιτσερίες που ειδικεύονται στο σεβίτσε ολόφρεσκων ψαριών, στα ακριβά εστιατόρια για φρέσκο ψάρι, στα χιλιάδες μικρά και μεγάλα εστιατόρια με ανησυχίες και μπόλικη δημιουργικότητα. "Η κουζίνα μας είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχουμε, όπως η Βραζιλία το ποδόσφαιρο και η Αργεντινή το τανγκό", λέει η νέα εθνική άποψη και τα περουβιανά εστιατόρια γίνονται παγκόσμια μόδα, σε όλες τις πρωτεύουσες του πλανήτη. Χρειάστηκε η πνοή ενός μόνου ανθρώπου, για να δώσει μια καινούρια άποψη και μια διέξοδο, σε μια γαστρονομική παράδοση δέκα αιώνων ιστορίας που και η ίδια είχε πια ξεχάσει τί αξίζει. Από την κουζίνα των Ίνκας, στη nikkei παράδοση της γιαπωνέζικης κοινότητας και τη chifa των κινέζων μεταναστών, το όνειρο του Αθούριο έχει ήδη κατακτήσει τον πλανήτη, που βρήκε στην περουβιανή δημιουργικότητα την επόμενή της μόδα.