Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Κυκλαδικές αρχαιότητες: Διπλός εκπατρισμός

Η σύμβαση που υπέγραψε το υπουργείο Πολιτισμού δεν είναι «επαναπατρισμός» των κυκλαδικών αρχαιοτήτων, καθώς οι αρχαιότητες δεν προβλέπεται να επιστρέψουν σε δημόσιο μουσείο στις Κυκλάδες, στον γεωγραφικό χώρο που τις δημιούργησε.

Κυκλαδικές αρχαιότητες: διπλός εκπατρισμός

ΣΚΕΦΤΕΙΤΕ ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΕΝΑΡΙΟ. Το υπουργείο Πολιτισμού συμφωνεί τα εξής για τα γλυπτά του Παρθενώνα: το Βρετανικό Μουσείο θα εκθέσει στο Μουσείο Ακρόπολης το 10% των γλυπτών που έχει, π.χ. το δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα, για έναν μόνο χρόνο.

Το 2034, μόνο το 1/3 των γλυπτών που λεηλάτησε ο Έλγιν θα αρχίσει να εκτίθεται στην Αθήνα, σε 3 δόσεις, ως το 2044. Ως αντάλλαγμα ισάριθμες ελληνικές αρχαιότητες ίσης αξίας που θα επιλέξουν οι Βρετανοί (π.χ. το ανατολικό αέτωμα του ναού του Δία στην Ολυμπία και ο Ηνίοχος των Δελφών) θα εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο.

Το 2049 θα αποφασιστεί αν τα Ελγίνεια θα μείνουν για άλλα είκοσι πέντε χρόνια στο Βρετανικό Μουσείο ή αν θα έρθουν στο Μουσείο Ακρόπολης. Στην τελευταία περίπτωση, ισάριθμες και ίσης αξίας αρχαιότητες από όλα τα Μουσεία της Ελλάδας θα δοθούν για έκθεση στο Βρετανικό Μουσείο ως το 2073. 

Μη με κατηγορήσετε για αρρωστημένη φαντασία. Είναι απίστευτο και όμως αληθινό ότι συμφωνία με ανάλογο περιεχόμενο, σχετική με 161 κυκλαδικές αρχαιότητες που βρίσκονται στην κατοχή του συλλέκτη Λέοναρντ Στερν, υπογράφηκε ανάμεσα στο υπουργείο Πολιτισμού, στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης (ΜΕΤ), στο ιδιωτικό Ινστιτούτο Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού στο Ντέλαγουερ και στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Παρά τη γενική κατακραυγή και τις τεκμηριωμένες αντιρρήσεις του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων για τη νομιμότητα και τη σκοπιμότητά της, η σύμβαση εγκρίθηκε από τη Βουλή με τις ψήφους της κυβερνητικής πλειοψηφίας.

Η συμφωνία προβλέπει συγκεκριμένα: από τις 161 αρχαιότητες της συλλογής θα εκτεθούν για έναν χρόνο δεκαπέντε αντικείμενα στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στην Αθήνα. Από το 2024 ως το 2033 το σύνολο της συλλογής θα εκτίθεται στη Νέα Υόρκη. Από το 2033 ως το 2044, ανά πενταετία δεκαπέντε αντικείμενα (σύνολο σαράντα πέντε) θα παραχωρούνται σταδιακά στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης και ως αντάλλαγμα θα δίδονται στο ΜΕΤ από ελληνικά μουσεία ως δάνειο ισάριθμα αντικείμενα «που θα έχουν αντίστοιχη αξία και σημαντικότητα με τις αρχαιότητες που αποστέλλονται για έκθεση στο Κυκλαδικό Μουσείο». Το 2049 είτε θα ανανεωθεί ο δανεισμός ως το 2073 είτε όλη η συλλογή θα επιστρέψει στην Ελλάδα, αλλά μόνο αν ελληνικά μουσεία παραχωρήσουν στο ΜΕΤ ως δάνειο για είκοσι πέντε χρόνια «122 αρχαιότητες του κυκλαδικού πολιτισμού από τις συλλογές του Κυκλαδικού Μουσείου και/ή άλλων μουσείων της Ελλάδας». 

Τα νομικά προβλήματα που ανακύπτουν είναι πολλά. Με τη συμφωνία αναγνωρίζεται έμμεσα η νομιμότητα της συλλογής Στερν και η γνησιότητα των αντικειμένων, χωρίς να έχει ελεγχθεί ποτέ από τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου.

Τι είναι αυτό που οδήγησε το υπουργείο Πολιτισμού στον ρόλο της προξενήτρας ανάμεσα σε τρεις ιδιωτικές συλλογές; Ως αιτιολόγηση προβάλλει «την οριστική επιστροφή στην Ελλάδα ιδιωτικής συλλογής σημαντικών αρχαιοτήτων του κυκλαδικού πολιτισμού, η οποία βρίσκεται στη Νέα Υόρκη, την πολυετή και διαρκή προβολή του κυκλαδικού πολιτισμού στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης και τη μακρόχρονη και δυναμική συνεργασία μεταξύ του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης στον τομέα των αρχαιολογικών ερευνών».

Όμως, αν και «σύμφωνα με τον αρχαιολογικό νόμο, το ελληνικό Δημόσιο είναι αποκλειστικός ιδιοκτήτης και νομέας της συλλογής», με τη σύμβαση το υπουργείο καθιστά το Ινστιτούτο του Ντέλαγουερ «κάτοχο της συλλογής». Η τύχη της υπόκειται στις υποδείξεις του ινστιτούτου και η επιστροφή της θα αποφασιστεί ουσιαστικά το 2073.

Η «προβολή του κυκλαδικού πολιτισμού» δεν γίνεται βάσει κάποιας στρατηγικής αλλά ευκαιριακά. Και η αναφορά στη συνεργασία με το ΜΕΤ «στον τομέα των αρχαιολογικών ερευνών» μόνον ως μαύρο χιούμορ μπορεί να εκληφθεί. Με την πάγια πρακτική του να αποκτά αρχαιότητες προερχόμενες από λαθρανασκαφές, εκθέτοντας αντικείμενα που οι ειδικοί θεωρούν κίβδηλα και χωρίς να διαθέτει ούτε έναν ειδικό για το προϊστορικό Αιγαίο, το Μητροπολιτικό Μουσείο είναι ο τελευταίος φορέας με τον οποίο θα ήθελε να συνεργαστεί όποιος ενδιαφέρεται για αρχαιολογικές έρευνες – εκτός αν εννοούμε έρευνες στις αποθήκες του.

Οι κυκλαδικές αρχαιότητες αποτελούν δημιούργημα των κυκλαδικών νησιών της εποχής του χαλκού (περ. 3300-2300 π.Χ.). Τα κυκλαδικά ειδώλια προέρχονται από αρχαιολογικές θέσεις στις Κυκλάδες, εκτός από κάποια ευρήματα στην περιφέρεια του Αιγαίου. Η μελέτη και κατανόησή τους έχει εμποδιστεί από το γεγονός ότι στην πλειοψηφία τους έχουν βρεθεί σε λαθρανασκαφές και κατέληξαν σε ιδιωτικές συλλογές. Έτσι είναι άγνωστες οι συνθήκες εύρεσής τους: σε τάφους ή οικισμούς, μεμονωμένα ή σε ομάδες;

Η έκταση της αρχαιοκαπηλίας με κυκλαδικά ειδώλια είναι τεράστια και εξίσου τεράστια η καταστροφή των πληροφοριών που χρειαζόμαστε για να ερμηνεύσουμε τη χρήση τους, να μελετήσουμε την τεχνοτροπία τους και να τα χρονολογήσουμε, με λίγα λόγια για να κατανοήσουμε πληρέστερα τον κυκλαδικό πολιτισμό. 

Αυτό καθιστά την προνομιακή μεταχείριση από το υπουργείο Πολιτισμού ιδιωτικών συλλογών που προέρχονται από λαθρανασκαφές επώδυνη για όσους νοιάζονται για την πολιτιστική μας κληρονομιά. Αντί το υπουργείο να υποστηρίζει το Μουσείο Νάξου ως παγκόσμιο κέντρο της μελέτης του κυκλαδικού πολιτισμού, υποστηρίζει τις συλλογές που έχουν συμβάλει στον οριστικό αφανισμό της αρχαιολογικής τεκμηρίωσής του. Είναι απογοητευτικό το ότι από τα έξι τμήματα Ιστορίας και Αρχαιολογίας των ελληνικών ΑΕΙ μέχρι στιγμής ένα μόνο (του Πανεπιστημίου Κρήτης) εξέφρασε τον έντονο προβληματισμό του για τη συμφωνία.

Τα νομικά προβλήματα που ανακύπτουν είναι πολλά. Με τη συμφωνία αναγνωρίζεται έμμεσα η νομιμότητα της συλλογής Στερν και η γνησιότητα των αντικειμένων, χωρίς να έχει ελεγχθεί ποτέ από τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου. Όπως διαπίστωσε ο καθηγητής Αρχαιολογίας Χρήστος Τσιρογιάννης, ένα από τα ειδώλια της συλλογής προέρχεται από τον καταδικασμένο αρχαιοκάπηλο Μπεκίνα.

Και έχω την απορία πώς θα καθοριστεί το «ισάξιο» των αρχαιοτήτων που θα αφαιρεθούν από ελληνικά μουσεία, για να εμπλουτιστούν οι συλλογές του ΜΕΤ. Θα κοστολογηθούν (με το αζημίωτο) από τους αρχαιοπώλες της Ελβετίας; Θα ερωτηθούν οίκοι πλειστηριασμού για το πόσο «πιάνουν» οι κυκλαδικές αρχαιότητες στην αγορά; Ή υπάρχει κάποιο χρηματιστήριο αξιών των αρχαιοτήτων και δεν το ξέραμε;

Η σύμβαση αναφέρει: «Οι αρχαιότητες θα επιλεγούν από το υπουργείο σε συνεννόηση με το ΜΕΤ και θα εγκριθούν από το Κυκλαδικό Μουσείο και το ΜΕΤ». Τι θα γίνει αν το ΜΕΤ ισχυριστεί το 2049 ότι όσα παραχωρεί η Ελλάδα δεν είναι «ισάξια» με τα αντικείμενα της συλλογής; 

Η σύμβαση που υπέγραψε το υπουργείο Πολιτισμού δεν είναι «επαναπατρισμός» αρχαιοτήτων. Οι αρχαιότητες δεν προβλέπεται να επιστρέψουν σε δημόσιο μουσείο στις Κυκλάδες, στον γεωγραφικό χώρο που τις δημιούργησε. Το υπουργείο τις καταδίκασε σε διπλό εκπατρισμό.