Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Εύα Μανιδάκη

Αντιμετωπίζει την αρχιτεκτονική σαν ένα θεατρικό κείμενο

Εύα Μανιδάκη

Γεννήθηκα στην Αθήνα, στο μαιευτήριο «Αλεξάνδρα», αλλά δεν μεγάλωσα εδώ, γιατί όλα μου τα παιδικά χρόνια ταξιδεύαμε σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Ο πατέρας μου ήταν μηχανικός και αναλάμβανε δημόσια έργα. Η πρώτη πόλη όπου είδα το φως ήταν η Αμαλιάδα, γιατί τότε έφτιαχνε το φράγμα του Πηνειού. Μετά, πήγαμε στα Ιωάννινα, που τα θυμάμαι πάρα πολύ καλά. Εκεί πήγα δημοτικό στη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία. Έπειτα, φύγαμε και πήγαμε στη Ναύπακτο, γιατί ο μπαμπάς δούλευε στο φράγμα του Μόρνου. Η παιδική μου ηλικία είναι συνδεδεμένη με τέτοιου τύπου έργα και η παιδική χαρά για μένα ήταν τα εργοτάξια. Μου άρεσε πολύ να μπαίνω στο μικρό δωμάτιο στο οποίο βρισκόταν ο αποθηκάριος, με τα υλικά και τις βίδες. Αυτή ήταν η καθημερινότητά μου.

• Ο πατέρας μου ήταν από την Κρήτη και η μητέρα μου από την Ικαρία. Η μαμά έχει την παράξενη σχέση που έχουν οι Ικαριώτες με τον χρόνο κι αυτό είναι ένας πολύ καλός συνδυασμός με την Κρήτη. Τα παιχνίδια που μας έπαιρνε ο μπαμπάς, εμένα και της αδελφής μου, που επίσης έγινε αρχιτέκτων, είχαν να κάνουν με κατασκευές, όπως τα lego. Κι ένας λόγος που μας τα έπαιρνε ήταν για να παίζει κι εκείνος.

• Έζησα πολύ τη γειτονιά στην επαρχία. Κάναμε παιχνίδια που δεν υπήρχαν στην Αθήνα, τα παιχνίδια του δρόμου και της αλάνας που δεν ήταν της εποχής μου αλλά μιας Ελλάδας πιο παλιάς. Η γειτονιά είναι σαν μια επέκταση του χώρου του σπιτιού. Αν το σπίτι μπορούσε να είναι ο ύπνος ή το διάβασμα ή κάτι πιο ιδιωτικό, θα ήταν σαν να διευρύνονταν κάπως τα όριά του, να έβγαιναν και έξω από το κατώφλι και ο δρόμος να γινόταν λίγο κομμάτι του σπιτιού.

Πάντα στη δουλειά μου, εντελώς ασυνείδητα, ψάχνω το «κρυφό», και μάλιστα αυτό το κρυφό που μπορεί με έναν τρόπο να το μοιραστώ με τον άλλον που θα το καταλάβει.

• Για γυμνάσιο ήρθαμε στην Αθήνα, στη Νέα Σμύρνη, αλλά οι γονείς μου πάλι έλειπαν. Δηλαδή ο μπαμπάς μου, που βρισκόταν στη Νιγηρία, γιατί έκανε έργα εκεί. Πηγαινοερχόταν, βέβαια, αλλά έμεινε εκεί κοντά 20 χρόνια. Στην εφηβεία μου ο πατέρας μού έλειπε, και μου έλειπε πολύ. Αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό, που το κουβαλάω. Τον επισκεπτόμασταν συχνά και αυτό, το ότι ήμασταν σε μια κατάσταση συνεχών ταξιδιών από πολύ μικρή ηλικία, αλλά και το γεγονός ότι άρεσαν στον πατέρα μου πολύ τα ταξίδια, όπως καταλαβαίνω εκ των υστέρων, μας βοήθησε πολύ. Υπήρχε πολύ έντονο το κομμάτι της εύκολης μετακίνησης. Μπορώ πολύ εύκολα και τώρα, εδώ που μιλάμε, να πω: «Φεύγουμε σε μία ώρα να πάμε Θεσσαλονίκη;». Αυτό μου δίνει μεγάλη ελευθερία.

• Στη Νιγηρία μέναμε σε ένα εργοτάξιο, σε μια πολύ κλειστή κοινότητα ξένων, έναν μικρόκοσμο άσχετο με το υπόλοιπο κράτος. Βρισκόμασταν στον Βορρά, στη Μαϊντουγκούρι, στα όρια της λίμνης Τσαντ, και κάναμε πολλές εκδρομές με τζιπ σε γειτονικά κράτη, στο Καμερούν, στην Γκάνα. Τότε ήταν άλλη η Νιγηρία απ' ό,τι είναι σήμερα. Με βοήθησε πολύ στην αρχιτεκτονική μου κουλτούρα, γιατί είχα αρχίσει ήδη να σπουδάζω. Η τυπολογία των σπιτιών αλλάζει από τον Βορρά στον Νότο. Οι καλύβες, που άλλες είναι φτιαγμένες με καλάμι, άλλες με πλίθρες ή με τσίγκο, αποτέλεσαν στοιχεία μελέτης.

• Την περίοδο της εφηβείας μου η αρχιτεκτονική έμπαινε στη ζωή μου μέσα από την καθημερινότητά μου. Πήγαινα στο γυμνάσιο της Νέας Σμύρνης που είχε σχεδιάσει ο Μπίρης και χωρίς να καταλαβαίνω ότι είναι σημαντικός αρχιτέκτονας, υπήρχαν κάποιοι χώροι στο κτίριο του σχολείου τους οποίους θυμάμαι και μου άρεσαν πολύ. Ένας από αυτούς ήταν η αίθουσα τελετών, γιατί είχε μια ιδιαίτερη επεξεργασία όσον αφορά το φως, ή το γυμναστήριο, που είχε μια πολύ ιδιαίτερη τζαμαρία. Κοιτούσα τον σχεδιασμό των κτιρίων με έναν τρόπο πολύ ασυνείδητο. Ασχολιόμουν και με το θέατρο. Η φιλόλογος μου έδινε κείμενα στις γιορτές για να διαβάσω, να παίξω, να απαγγείλω. Εμπλεκόμουν και με το κομμάτι του φωτισμού. Όχι, δεν είχα πει «θέλω να γίνω σκηνογράφος», ούτε ξέρω αν είμαι σκηνογράφος. Από θέατρο, εκείνα τα χρόνια έβλεπα τις παραστάσεις στις οποίες μας πήγαιναν με το σχολείο ή αυτές στις οποίες με πήγαινε η μαμά μου. Δεν είχα προσωπικές επιλογές, να πάω να δω αυτή την παράσταση, γιατί άκουσα αυτό. Έβλεπα τις παραστάσεις της Ξένιας Καλογεροπούλου και πολλή Βουγιουκλάκη, που μου άρεσε πολύ.

• Αρχιτεκτονική σπούδασα στο Παρίσι, στην École Spéciale d' Architecture. Εκεί ξύπνησαν πολλά πράγματα μέσα μου και είδα πολύ θέατρο, πολλή αρχιτεκτονική, πολλές εκθέσεις. Ο δάσκαλός μου ήταν ο Πολ Βιριλιό, ένας φιλόσοφος που συνάντησα στο 3ο έτος και μ' έχει στιγματίσει.

Έχω πάει στην Ιαπωνία 7 φορές, και θα ξαναπάω τον Αύγουστο, γιατί είμαι υποψήφια για βραβείο σκηνογραφίας για τη Νέκυια. Η Ιαπωνία είναι άλλος πλανήτης, δεν τη συγκρίνω με οτιδήποτε άλλο. Είναι ο τόπος αλλού, είναι εκεί όπου όλα είναι αλλιώς.... Φωτ.: Nίκος Κατσαρός / LIFO

• Αυτός ο σπουδαίος δάσκαλος μας είχε βάλει για άσκηση εξαμήνου να διαλέξουμε δύο κτίρια, ένα σύγχρονο κι ένα παλιό, τα οποία θα αποκαλούσαμε «γονείς» και θα έπρεπε να αναπτύξουμε μια σχέση μαζί τους. Ένα από αυτά τα κτίρια είναι ένας μυστικός χώρος όπου ακόμα και πολλοί Παριζιάνοι μπορεί να μην έχουν πάει ποτέ, να μην τον ξέρουν, ενώ είναι σε σούπερ κεντρικό σημείο. Βρίσκεται δίπλα στη Νοτρ Νταμ, μέσα στο πάρκο, λέγεται Mémorial des Martyrs de la déportation 1944 και είναι μνημείο για τους Εβραίους. Έχει ένα καταπληκτικό κατέβασμα, μια πάρα πολύ απότομη τσιμεντένια σκάλα στο πλάτος του ενός μέτρου. Κατεβαίνεις και βρίσκεσαι στη στάθμη του Σηκουάνα. Είναι ένας χώρος σφηνοειδής, του οποίου η άκρη έχει ένα πολύ μικρό άνοιγμα και βρίσκεσαι στη μύτη του νησιού. Όταν ο Σηκουάνας φουσκώνει, το νερό μπαίνει εκεί μέσα και γίνεται μια δεξαμενή νερού. Τρομερό αρχιτεκτόνημα και ως προς τη λεπτομέρειά του και ως προς τη δυσκολία του να ενταχθεί στο τοπίο. Σε διαφορετικές εποχές παίρνει και διαφορετικές ποιότητες.

• Πάντα στη δουλειά μου, εντελώς ασυνείδητα, ψάχνω το «κρυφό», και μάλιστα αυτό το κρυφό που μπορεί με έναν τρόπο να το μοιραστώ με τον άλλον που θα το καταλάβει. Μου αρέσουν πολύ αυτές οι μυστικές γέφυρες που μπορεί να συμβούν με τους θεατές. Αντιμετωπίζω την αρχιτεκτονική σαν ένα θεατρικό κείμενο.

• Ο τρόπος που βλέπω τη σκηνογραφία είναι σαφώς μέσα από την αρχιτεκτονική. Δεν αντιμετωπίζω τη σκηνογραφία με εικαστικό τρόπο αλλά ως μια δομή, μια οικοδομή. Διαβάζοντας το κείμενο, ο τρόπος που μπαίνω σε αυτό είναι από το κομμάτι της αρχιτεκτονικής, δηλαδή το κομμάτι της οικοδομής, του γιαπιού. Μετά μπαίνει το εικαστικό κομμάτι. Οικοδόμημα θα μπορούσε να είναι και το κουκούλι, όχι απαραίτητα κάτι στιβαρό.

Στο Hypnos Project ζητήθηκε σ' εμένα και τον συνεργάτη μου Θανάση Δεμίρη να γίνει ένας σχεδιασμός του χώρου όπου θα φιλοξενηθούν τα έργα.

• Η σκηνογραφία δεν έχει να κάνει μόνο με τη δική μου ματιά αλλά και με την ανάγνωση του εκάστοτε κειμένου που γίνεται σε συνομιλία με τον σκηνοθέτη. Μερικά έργα είναι τόσο μεγάλα, που ο σκηνοθέτης μπορεί να τα φωτίσει μόνο με ψυχολογικό, ψυχαναλυτικό τρόπο, όπως έγινε με τον Άμλετ από τον Χουβαρδά. Το σπίτι του Άμλετ είναι μήτρα, είναι εγκέφαλος. Ήταν σαφές ότι ήθελε να μπει στο κομμάτι της σχέσης του Άμλετ με τη μάνα του. Πιστεύω ότι αν έβαζε κι άλλο κομμάτι, ίσως να χάναμε το κομμάτι το ψυχαναλυτικό. Με τον Χουβαρδά υπάρχει καταρχάς μια συγγένεια στο βλέμμα της αισθητικής, αλλά και το κομμάτι της μεθοδολογίας. Είναι τρομερά μεθοδικός και αυτό με βοηθάει στην έρευνά μου, στο ξεκλείδωμά μου. Ο Λευτέρης Βογιατζής μου ξεκλείδωσε καινούργια πράγματα και τον συναντάω συνεχώς στη σκέψη μου. Εκεί που δουλεύω, είναι σαν το ζιζάνιο που είχε στο κεφάλι του να μπαίνει στο δικό μου και να λέει: «Τώρα είναι καλό αυτό, Εύα; Μας αρέσει;».

• Με μαγνητίζουν τόσο η μικρή όσο και η μεγάλη κλίμακα. Σε μια σκηνογραφία στην Επίδαυρο, την οποία αντιμετωπίζω με τον τρόπο που γίνεται και η θέαση, δηλαδή κατοψιακή, δεν μπορεί να αγνοήσεις το τοπίο και να πεις ότι η Επίδαυρος είναι η ορχήστρα και η σκηνή. Έτσι, λοιπόν, εκεί, παρόλο που έχουμε ένα μεγάλης κλίμακας έργο, θα μπω και στην πάρα πολύ μικρή λεπτομέρεια που μπορεί να μην τη δει και κανένα μάτι. Στη Νέκυια, όπου το μπροστινό κομμάτι ήταν με έναν τρόπο η μνήμη της σκηνής του θεάτρου Νο, στην οποία κανονικά υπάρχουν 4 κολόνες κι από πάνω μια στέγη, στην Επίδαυρο η στέγη ήταν ο ουρανός και δεν υπήρχαν κολόνες. Όπως και πίσω, δεν υπήρχε αυτό που χρησιμοποιούν στο θέατρο Νο, που είναι η ζωγραφική με τα πεύκα, αλλά υπήρχαν τα πραγματικά πεύκα της Επιδαύρου. Μπαίνει, δηλαδή, το τοπίο στη σκηνογραφία. Εκεί όπου υπάρχουν κολόνες είχα κάνει εσοχές, τις είχα γεμίσει με νερό –σαν τη μνήμη της κολόνας που έχει η σκηνή του Νο–, για τον συμβολισμό που έχει το νερό στον θάνατο και τη Νέκυια, και μέσα επέπλεαν φιλαράκια ελιάς.

• Έχω πάει στην Ιαπωνία 7 φορές, το έχω σαν τάμα. Θα ξαναπάω τον Αύγουστο, γιατί είμαι υποψήφια για βραβείο σκηνογραφίας για τη Νέκυια. Η Ιαπωνία είναι άλλος πλανήτης, δεν τη συγκρίνω με οτιδήποτε άλλο. Είναι ο τόπος αλλού, είναι εκεί όπου όλα είναι αλλιώς. Όλα είναι μετατοπισμένα, ένα μέρος που απ' όπου κι αν το πιάσει κανείς, αρχιτεκτονική, θρησκεία, φαγητό, είναι αυτό το αλλού, που σ' εμένα κάνει ένα ξύπνημα. Σαν να γίνεται λουτρό στο κεφάλι μου. Πιστεύω ότι ποτέ δεν παίρνουμε από ένα ταξίδι αλλά μας φωτίζονται πράγματα που περιέχουμε. Υπάρχουν πολλά κοινά με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Στην αρχιτεκτονική, ο τρόπος που διαχειρίζονται τον υπαίθριο χώρο με το εσωτερικό αίθριο της αρχαίας αρχιτεκτονικής, που στην Ελλάδα μετά τον Πικιώνη το χάσαμε, υπάρχει και στην Ιαπωνία. Η αρχαία Ελλάδα και η Ιαπωνία είναι σαν να ήταν κάποτε μαζί. Το ταξίδι αυτό είναι κάθε φορά και διαφορετικό και γι' αυτό πηγαίνω και ξαναπηγαίνω. Το ότι μου δόθηκε η δυνατότητα να δουλέψω στο μέρος αυτό σε ένα πολύ κλειστό σύστημα που είναι το θέατρο Νο, που ήταν σαν να έμπαινα σε μοναστήρι, ήταν μια καταπληκτική εμπειρία, ένα δώρο ζωής.

Τη λατρεύω την Αθήνα γιατί έχω κάποια μέρη πολύ δικά μου, πολύ μυστικά, που τα ξέρω εγώ κι οι φίλοι μου, όπως οι στοές που βρίσκονται εκεί που είναι το γραφείο μου, στην Αγίου Μάρκου, και δημιουργούν όλες αυτές τις υπόγειες διαδρομές... Φωτ.: Nίκος Κατσαρός / LIFO

• Στο Μπακού η έναρξη των Ευρωπαϊκών Αγώνων ήταν μια υπερπαραγωγή. Ήταν περισσότερο αρχιτεκτονική δουλειά που έκανα μαζί με τον Θανάση Δεμίρη, τον συνεργάτη μου, με τον οποίο διατηρούμε το αρχιτεκτονικό γραφείο Flux-Office. Ένα μεγάλης κλίμακας έργο για το οποίο δουλεύαμε 4 άνθρωποι στο Μπακού και άλλοι 3 στο γραφείο στην Αθήνα. Μια υπέροχη συνεργασία με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, ο οποίος είναι ένας απίστευτος μαέστρος που κινούσε τα νήματα, παρόλο που ο χρόνος ήταν πάρα πολύ πιεσμένος. Έχει υπέροχες εμμονές. Αναπτύχθηκε ένας ιδιαίτερος διάλογος μεταξύ μας κι αισθάνθηκα ότι με εμπιστεύτηκε μέσα στη σιωπή. Αυτό μου έδωσε ένα έναυσμα να προσπαθήσω να πετάξω.

• Θεωρώ ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ ενός υπερθεάματος και μιας μικρής σκηνής. Ο τρόπος που δουλεύουμε στα μεγάλα περιέχει αυτήν τη λεπτομέρεια που βλέπουμε και στα πολύ μικρά. Δηλαδή, δεν σημαίνει ότι επειδή είναι πολύ μεγάλο το θέαμα, χάνουμε τη λεπτομέρειά του. Η λεπτομέρεια είναι που κάνει το μεγάλο, είναι σαν να γιγαντώνονται οι λεπτομέρειες.

• Στο Hypnos Project ζητήθηκε σ' εμένα και τον συνεργάτη μου Θανάση Δεμίρη να γίνει ένας σχεδιασμός του χώρου όπου θα φιλοξενηθούν τα έργα. Η ιδέα ήταν, αφού το πρότζεκτ έχει να κάνει με τον ύπνο, ο θεατής, καθώς κατεβαίνει στο 01 της Στέγης, κάτι που μ' αρέσει, να βρίσκεται σε απόλυτο σκοτάδι. Να πατάει σε μαλακό δάπεδο, σε μια χοντρή μαύρη μοκέτα, όπου αρχίζει το κομμάτι του απροσανατόλιστου. Οι τοίχοι του κτιρίου έχουν εξαφανιστεί και τη θέση τους έχει πάρει ένα πολύ μαλακό υλικό που φτιάχνει μικρά δώματα – πρόκειται για μια μαύρη κουρτίνα με πτυχώσεις, την οποία έχει φωτίσει υπέροχα η Ελευθερία Ντεκώ. Έτσι, μπαίνοντας μέσα στην έκθεση, δεν βλέπεις ένα έργο δίπλα σε ένα άλλο αλλά τα έργα ξεπηδάνε και εμφανίζονται ξαφνικά μέσα από αυτήν τη λαβυρινθοειδή πορεία που ακολουθείς. Όπως στα όνειρα, που ανοίγεις και κλείνεις τα μάτια και καθώς πλησιάζεις κάτι, γυρνάς το κεφάλι σου αριστερά και βλέπεις έναν μακρύ διάδρομο και στο βάθος είναι π.χ. η Κοιμωμένη του Χαλεπά, που, πλησιάζοντας, παρατηρείς να συνδιαλέγεται με τον Κεσσανλή.

• Τη λατρεύω την Αθήνα γιατί έχω κάποια μέρη πολύ δικά μου, πολύ μυστικά, που τα ξέρω εγώ κι οι φίλοι μου, όπως οι στοές που βρίσκονται εκεί που είναι το γραφείο μου, στην Αγίου Μάρκου, και δημιουργούν όλες αυτές τις υπόγειες διαδρομές.

• Τον μπαμπά τον χάσαμε όταν ήταν 64 ετών και μου λείπει πολύ.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της LIFO τον Απρίλιο του 2016