Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Η Γκούινεθ Πάλτρου κλείνει τα 47: Μικρή αναδρομή στην καριέρα της

Με ορμητικό ξεκίνημα, συγκρατημένη συνέχεια και αποστασιοποίηση πλέον από τα κινηματογραφικά δρώμενα, η Γκουίνεθ Πάλτροου γιορτάζει σήμερα τα γενέθλιά της με την κυκλοφορία του πολυαναμενόμενου «The Politician» στο Netflix

Η Γκούινεθ Πάλτρου κλείνει τα 47: Μικρή αναδρομή στην καριέρα της

Τα 47 κλείνει η Γκούινεθ Πάλτροου σήμερα και τα γιορτάζει με την κυκλοφορία της σειράς The Politician στο Netflix, όπου συμμετέχει μπροστά από τον φακό, αλλά και πίσω από αυτόν ως executive producer. Κόρη των Μπλάιθ Ντάινερ και Μπρους Πάλτροου κι εφοδιασμένη με πρόσωπο που αγαπά ο φακός, η Πάλτροου εισήλθε στον χώρο του θεάματος με το που ενηλικιώθηκε.


Έπειτα από μικρά περάσματα σε ταινίες όπως το Shout (1991) με τον Τραβόλτα, το Hook (1991) του Σπίλμπεργκ –διόλου βλαπτικό να ξεκινάς την καριέρα σου με Σπίλμπεργκ– και το εξωφρενικής ίντριγκας Malice (1993) του Χάρολντ Μπέκερ, πραγματοποιεί την πρώτη της πιο ουσιαστική εμφάνιση στο Jefferson in Paris (1995), από τις σπάνιες αστοχίες του διδύμου Μέρτσαντ και Άιβορι, καθώς μοιάζει με δεκαπέντε ταινίες στη συσκευασία μίας κι έχει εγκληματική διανομή ρόλων. Την ίδια χρονιά έρχεται και το Seven (1995). Ο Φίντσερ, που έχει τρομερό μάτι σε κάτι τέτοια, την επιλέγει ώστε με το ευγενικό παρουσιαστικό της να εκπροσωπήσει την αθωότητα στο φιλμ, τη μοναδική αχτίδα φωτός σε έναν κόσμο σε προχωρημένη σήψη, ο οποίος θα τη φέρει τελικά στα μέτρα του με τον πιο βάναυσο τρόπο.


Η βιομηχανία την προσέχει κι έτσι την επόμενη χρονιά, μαζί με τη συμμετοχή της στο νουαρίζον ντεμπούτο του Πολ Τόμας Άντερσον Hard Eight (1996), έρχεται η αναβάθμισή της σε πρωταγωνίστρια. Στην Emma (1996) του Ντάγκλας Μαγκράθ δείχνει τις ικανότητές της στο ελαφρύ θέαμα, φορά με άνεση τα παπούτσια της ηρωίδας της Τζέιν Όστεν, μιλά με άπταιστη βρετανική προφορά και κάνει τους πάντες να σημειώσουν το όνομα της. Υπάρχει star quality εδώ.

Απασχολεί πια τα media μόνο όταν θέλουν να χλευάσουν τις προτάσεις της ή όταν περπατά περίεργα σε απονομές Emmy, όπως πριν από λίγες μέρες, και δεν δείχνει διατεθειμένη να επιστρέψει πιο ενεργά μπροστά από τον φακό στο άμεσο μέλλον.


Το 1998 είναι η χρονιά της. Το Sliding Doors είναι το Blind Chance του Κισλόφσκι σε συσκευασία νερόβραστης ρομαντικής κομεντί, αλλά έχει τους οπαδούς του. Στο Great Expectations του Κουαρόν, μια διασκευή του ντικενσιανού μυθιστορήματος αλά Romeo + Juliet που επικεντρώνεται στο ρομάντζο, δείχνει ομορφότερη από ποτέ. Το Hush, που τα βάζει με την κακιά πεθερά Τζέσικα Λανγκ, για κάποιον ανεξήγητο λόγο έπαιζε ως και δύο φορές τον μήνα στην ελληνική TV. Στο A Perfect Murder, ριμέικ του χιτσκοκικού Dial M for Murder, έχει την ατυχία να μπει σε συγκρίσεις με κοτζάμ Γκρέις Κέλι, οι οποίες, για να είμαστε δίκαιοι, δεν θα ευνοούσαν ούτε πρωταγωνίστριες με εντονότερη παρουσία από εκείνη. Και φυσικά, πάνω από όλα, τη χρονιά αυτή πρωταγωνιστεί στο Shakespeare in Love.


Στα Όσκαρ οι μπουκμέικερ έδιναν ακλόνητο φαβορί την Κέιτ Μπλάνσετ του Elizabeth, ήταν, όμως, η εποχή που οι Γουάινστιν έδιναν και έπαιρναν. Δεκαπέντε εκατομμύρια δολάρια ξόδεψαν για την οσκαρική καμπάνια της ταινίας, εγκαινιάζοντας νέα ήθη και έθιμα στο οσκαρικό παιχνίδι, άρεσε πολύ και η ταινία στα μέλη της Ακαδημίας, με αποτέλεσμα το Shakespeare in Love να φύγει από το Kodak Theater με 7 αγαλματίδια, ανάμεσα τους κι ένα πρώτου γυναικείου ρόλου για την έκπληκτη Γκουίνεθ.


Η βράβευσή της εμφανίζεται συχνά τα τελευταία χρόνια σε άρθρα με μεγάλα λάθη της οσκαρικής Ακαδημίας, το λες και αδικία όμως. Πέραν της βρετανικής προφοράς, η Γκούινεθ παίρνει άριστα, τόσο ως ρομαντική ηρωίδα, όσο και ως κομεντιέν, κι επίσης σε μεγάλο μέρος του φιλμ καλείται να υποδυθεί μια γυναίκα, που υποδύεται έναν άντρα, που υποδύεται την Ιουλιέτα. Πρακτικά, δηλαδή, έχουμε ερμηνεία μέσα στην ερμηνεία!

Στο «Great Expectations» του Κουαρόν, δείχνει ομορφότερη από ποτέ.


Πρέπει να συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι την περίοδο εκείνη η Ακαδημία πριμοδοτεί ερμηνείες με κωμικά στοιχεία. Αν ρίξεις μια ματιά στη λίστα με τους νικητές στις ερμηνευτικές κατηγορίες, θα συναντήσεις τους Τζακ Νίκολσον και Έλεν Χαντ για το As Good as it Gets, τον Κούμπα Γκούντινγκ Τζούνιορ για το Jerry Maguire, την Φράνσις ΜακΝτόρμαντ για το Fargo, την Μίρα Σορβίνο για το Mighty Aphrodite, τον Μάρτιν Λαντάου για το Ed Wood, την Νταϊάν Γουίστ για το Bullets over Broadway και την Μαρίζα Τομέι για το My Cousin Vinnie. Συνεπώς, αν το καλοσκεφτείς, η βράβευση της Πάλτροου, ούτε τόσο μεγάλη έκπληξη είναι, ούτε και άδικη.


Την επόμενη χρονιά στο The Talented Mr.Ripley (1999), αυτό το έξοχο, ηλιόλουστο ψυχολογικό θρίλερ υπόκωφων εντάσεων και ταξικών απολήξεων, η Πάλτροου έχει δύο σκηνές που κλείνουν στόματα, μία που εξηγεί στον Ρίπλεϊ του Ματ Ντέιμον πόσο γρήγορα χάνει το ενδιαφέρον του ο Ντίκι του Τζουντ Λο, με το βλέμμα του ανθρώπου που έχει περάσει από όλα τα οδυνηρά στάδια, ώσπου να συμβιβαστεί με μια κατάσταση που δεν του αρέσει, και μία στο τέλος, με ένα σπαρακτικό ξέσπασμα που αποδεικνύει ότι μπορεί να φέρεις σε πέρας και σκηνές πιο εξωστρεφούς δραματικότητας.


Δυο χρόνια μετά ο Γουές Άντερσον την προσκαλεί στο ιδιοσυγκρασιακό του σύμπαν. The Royal Tenenbaums (2001) λοιπόν, με ενήλικους ήρωες που συμπεριφέρονται σαν ανήλικοι, ίσως επειδή αναμένουν ακόμα φροντίδα από τον ενήλικα που την όφειλε, όταν ήταν τέτοιοι. Η Πάλτροου κατεβάζει τη φωνή δυο οκτάβες, προσαρμόζεται με ευκολία στη δέουσα deadpan εκφορά των διαλόγων του Άντερσον κι εκείνος της χαρίζει μέσω slow motion ένα φιλμικό στιγμιότυπο από εκείνα που ακολουθούν καριέρες στο διηνεκές. Για κάποιους η Πάλτροου θα είναι πάντα η Μάργκοτ Τένενμπαουμ, η καταθλιπτική συγγραφέας με τα εννιά δάχτυλα –μη ρωτάς περισσότερα, για ταινία του Άντερσον μιλάμε–, το μόνιμο μολύβι γύρω από τα μάτια και το γούνινο παλτό.

Φανερά συγκινημένη στην απονομή των Όσκαρ.


Ακολουθούν η εύπεπτη σαχλαμαρίτσα των αδερφών Φαρέλι Shallow Hal (2001), η τελευταία αναλαμπή στη διαρκώς φθίνουσα καριέρα του Νιλ Λα Μπιούτ με το Possession (2002), ένα εύκολο για εκείνη και δικαιολογημένα ξεχασμένο Over the Top (2003), μια ατυχής στροφή στο σινεμά δράσης με τον ρετρό φουτουρισμό του Sky Captain and the World of Tomorrow (2004) και τρεις απρόσφορες απόπειρες οσκαρισμών στα Sylvia (2003), Proof (2005) και Infamous (2007). Το πρώτο εντελώς ασήμαντο, στο δεύτερο δίνει, πιθανότατα, την ωριμότερη δραματική ερμηνεία της αλλά στη λάθος ταινία, το τρίτο είχε την ατυχία να πέσει πάνω στην άλλη, καλύτερη ταινία για τον Τρούμαν Καπότε εκείνης της χρονιάς.


To 2008 την βλέπουμε στο ωραιότατο Two Lovers του Τζέιμς Γκρέι, ανεπιτήδευτη και φυσική, όπως όλοι στο φιλμ, βυθισμένη στον ρόλο της ελαφρόμυαλης, πλήρως αυτοαπορροφημένης γειτόνισσας που βάζει ερωτικό δίλημμα στον Χοακίν Φοίνιξ, τη βλέπουμε και στο Iron Man, όπου στέκεται σαν ίση προς ίσο απέναντι στη σαρωτική περσόνα του Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, όχι και το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο. Κι από εκεί και πέρα οι κινηματογραφικές της εμφανίσεις περιορίζονται σχεδόν αποκλειστικά στο σύμπαν της Marvel. Η μόνη αξιοσημείωτη στιγμή στο βιογραφικό της αυτό το διάστημα είναι ένα Emmy που θα πάρει για την γκεστ εμφάνιση της στη σειρά Glee.


Η ίδια δηλώνει ότι αποστασιοποιήθηκε από τα κινηματογραφικά δρώμενα για να αφοσιωθεί στα παιδιά της και στην Goop, μια δική της, (υπερ)επιτυχημένη επιχείρηση lifestyle συμβουλών για γερά πορτοφόλια. Απασχολεί πια τα media μόνο όταν θέλουν να χλευάσουν τις προτάσεις της ή όταν περπατά περίεργα σε απονομές Emmy, όπως πριν από λίγες μέρες, και δεν δείχνει διατεθειμένη να επιστρέψει πιο ενεργά μπροστά από τον φακό στο άμεσο μέλλον. Κρίνοντας, όμως, από τις θετικές κριτικές που έχει λάβει μέχρι στιγμής η εμφάνιση της στο The Politician, μπορεί και να κάνει λάθος.

Για κάποιους η Πάλτροου θα είναι πάντα η Μάργκοτ Τένενμπαουμ.