Μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα η αυτοβιογραφία του Τζερόνιμο μυθικής φιγούρας της αμερικάνικης ιστορίας. Από τη γέννηση του το 1829 έως τον θάνατό του το 1909 στην αιχμαλωσία, η ιστορία του αποτελεί παράλληλα και την ιστορία ενός ηρωικού και συχνά φρικιαστικού πολέμου, ένα συνεχή αγώνα των διαφόρων φυλών των Απάτσι εναντίον των Μεξικανών, του αμερικανικού στρατού και του λευκού ανθρώπου, προκειμένου να διατηρήσουν την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους.

 

Προτού αφηγηθεί την προσωπική του ιστορία και την ιστορία της οριστικής ήττας της φυλής του, τωναλλεπάλληλων προδοσιών και αθετήσεων των υποσχέσεων από τους λευκούς, ο Τζερόνιμο αρχίζει την αφήγησή του με την καταγωγή του κόσμου, μια υπέροχη ινδιάνικη κοσμογονία. Ακολούθως περιγράφει παραστατικά την ευτυχισμένη παιδική ηλικία του, την οικογένειά του, τη μετέπειτα ζωή του στερημένη από ελευθερία, αποκαλύπτει την προέλευση, τις παραδόσεις και τους άγραφους νόμους των Απάτσι, τη θρησκεία τους και, τέλος, το όραμά του για το μέλλον της φυλής του.

 

Αφού οι γηγενείς κάτοικοι της Αμερικής εξολοθρεύτηκαν από τους λευκούς, ο Τζερόνιμο έγινε ινδιάνικος θρύλος και παγκόσμιο σύμβολο της ελευθερίας και της περηφάνιας των γηγενών Αμερικανών. Αντιπροσωπεύει ταυτόχρονα το μεγαλείο και την παρακμή των Ινδιάνων. Ο Τζερόνιμο είναι μια μυθική φιγούρα της αμερικανικής ιστορίας.

 

 Αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία:

«Μεξικανοί στρατιώτες μιας άλλης πόλης επιτέθηκαν στον καταυλισμό μας, σκότωσαν όλους τους φρουρούς, αιχμαλώτισαν τα άλογά μας, άρπαξαν τα όπλα μας, κατέστρεψαν τις προμήθειές μας και σκότωσαν πολλές γυναίκες και παιδιά. [...] Διαπίστωσα πως η γρια μάνα μου, η νεαρή σύζυγός μου και τα τρία μικρά παιδιά μου περιλαμβάνονταν στα θύματα της σφαγής. Ο καταυλισμός δεν είχε φως, κι έτσι, χωρίς να με αντιληφθούν, ξεμάκρυνα και πήγα να σταθώ πλάι στο ποτάμι. [...] Εκεί έφαγα λίγο και μίλησα με άλλους Ινδιάνους που είχαν χάσει τους δικούς τους στη σφαγή, όμως κανένας δεν είχε τις δικές μου απώλειες, γιατί εγώ τα έχασα όλα. [...]


Σε λίγες μέρες φτάσαμε στον καταυλισμό μας. Είδα τα στολίδια που είχε φτιάξει η Αλόπε και τα παιχνίδια των μικρών μας. Τα έκαψα όλα, ακόμα και τη σκηνή μας. Έκαψα επίσης τη σκηνή της μητέρας μου και κατέστρεψα όλα τα υπάρχοντά της. [...] Δεν μπορούσα πια να ζω ευτυχισμένος στον ήσυχο καταυλισμό μας. Είναι αλήθεια ότι μπορούσα να επισκέπτομαι τον τάφο του πατέρα μου, αλλά είχα ορκιστεί να εκδικηθώ τους Μεξικανούς στρατιώτες που μου είχαν προξενήσει τέτοιο κακό και κάθε φορά που ζύγωνα τον τάφο του η έβλεπα κάτι που μου θύμιζε τις παλιές ευτυχισμένες μέρες, η καρδιά μου λαχταρούσε εκδίκηση. [...]

 

Η Αυτοβιογραφία του Τζερόνιμο κυκλοφόρησε στα ελληνικά
Οι Απάτσι δεν είχαν φυλακές, όπως έχουν οι λευκοί. Αντί να κλείνουν τους εγκληματίες στη φυλακή, τους απέπεμπαν από τη φυλή.


Δεν άργησα να δώσω το σύνθημα της επίθεσης. Σε όλη τη διάρκεια της μάχης σκεφτόμουν τη σφαγμένη μητέρα μου, τη γυναίκα και τα μωρά μου, το μνήμα του πατέρα μου, τον όρκο για εκδίκηση, και πολεμούσα λυσσαλέα. Πολλοί έπεσαν νεκροί απ' το χέρι μου και ορμούσα καταπάνω τους πρώτος στη γραμμή. Πολλοί γενναίοι σκοτώθηκαν. Η μάχη κράτησε σχεδόν δύο ώρες. [...]

 

Όταν ήμουν βρέφος, κυλιόμουν στο χωμάτινο δάπεδο της σκηνής του πατέρα μου· η μητέρα μου με έπαιρνε στην πλάτη της μέσα στο tsoch μου ή με κρεμούσε στο κλαρί ενός δέντρου. Ο ήλιος με ζέσταινε, ο άνεμος με λίκνιζε, τα δέντρα με προστάτευαν όπως όλα τα άλλα παιδιά των Απάτσι. [...]
Η μητέρα μου μού έμαθε να προσεύχομαι γονατιστός στον θεό Γιούσεν για να μου δίνει δύναμη, υγεία, σοφία, και προστασία. Ποτέ δεν προσευχόμαστε στον Γιούσεν για να τιμωρήσει τον εχθρό μας, κι αν είχαμε λόγους να εκδικηθούμε κάποιον, το αναλαμβάνουμε μόνοι μας. Μάς είχαν μάθει ότι ο Γιούσεν δεν ασχολείται με τις ανθρώπινες φαγωμάρες. [...]
Αν ένας Απάτσι άφηνε τους γέρους γεννήτορές του να υποφέρουν δίχως στέγη και τροφή, αν παραμελούσε ή κακομεταχειριζόταν τον άρρωστο, αν βεβήλωνε ή πρόδιδε την θρησκεία μας, ενδέχεται να τον έδιωχναν από τη φυλή. [...]

 

Η Αυτοβιογραφία του Τζερόνιμο κυκλοφόρησε στα ελληνικά
Tα τελευταία του χρόνια


Οι Απάτσι δεν είχαν φυλακές όπως έχουν οι λευκοί. Αντί να κλείνουν τους εγκληματίες του στη φυλακή, τους απέπεμπαν από τη φυλή. Όποιοι από τα μέλη της φυλής αποδεικνύονταν άπιστοι, βάναυσοι, τεμπέληδες ή δειλοί όχι μόνο εκδιώκονταν από τη φυλή, αλλά δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτοί σε καμιά άλλη. Οι άγραφοι νόμοι της φυλής δεν τους προστάτευαν πλέον. [...]
Μέχρι να ενηλικιωθώ, δεν είχαμε δει ποτέ ιεραπόστολο ή ιερέα. Δεν είχαμε δει ποτέ λευκό άνθρωπο. Έτσι ήσυχα ζούσαν οι Απάτσι. [...]
Έχω δει πολλούς πεθαίνουν· έχω δει πολλά ανθρώπινα κουφάρια σε αποσύνθεση, μα δεν είδα ποτέ εκείνο το κομμάτι που ονομάζεται πνεύμα· δεν γνωρίζω τί είναι, ούτε έχω κατορθώσει ώς τώρα να καταλάβω αυτό το σημείο της χριστιανικής θρησκείας. [...]»

 


Εκδόσεις Άγρα, «Τζερόνιμο, η Αυτοβιογραφία» Μετάφραση: Παλμύρα Ισμυρίδου, Σελίδες 224