Αναρωτηθήκατε ίσως που είχε χαθεί ο Μάικλ Φασμπέντερ τα τελευταία πέντε χρόνια; Μετά το ατυχές X-Men με τον Φοίνικα που δεν αναστήθηκε από τις στάχτες του, ασχολήθηκε μόνο με ένα ειδικευμένο ντοκιμαντέρ. Ακολουθώντας τα χνάρια του Στιβ Μακουίν (του Αμερικανού, όχι του Βρετανού σκηνοθέτη του στο Hunger, στο Shame και στο 12 Χρόνια Σκλάβος) και του Πολ Νιούμαν, δοκίμασε τις δυνάμεις του στα αγωνιστικά αυτοκίνητα, «έτρεξε» στο ράλι του Λεμάν, και μάλιστα έβαλε μέσον τον καλό του φίλο Πάτρικ Ντέμπσι να του κανονίσει μια θέση στην ομάδα της Πόρσε. Γνωρίζει πως ποτέ του δεν θα γίνει επαγγελματίας οδηγός ταχύτητας, αλλά τουλάχιστον, και για ένα χρονικό διάστημα διόλου ευκαταφρόνητο, ακολούθησε το πάθος του, και το έζησε. Και όπως δήλωσε, ένιωσε στρες και νευρικότητα. Στοιχηματίζω πως η πολυετής εμπειρία δεν στάθηκε μόνο διάλειμμα στη μέχρι τότε busy καριέρα του και δεν εξανεμίστηκε σε σχέση με την κύρια ασχολία του.

 

Στο The Killer ο Φασμπέντερ υποδύεται έναν επαγγελματία δολοφόνο, μοναχικό και ασκητικό, απορροφημένο από τη δουλειά του, που στην προκειμένη περίπτωση είναι να βγάλει από τη μέση έναν άνδρα αγνώστων σε μας στοιχείων, πυροβολώντας τον από το παράθυρο ενός κτιρίου στο Παρίσι, σε μια αποστολή που πηγαίνει λάθος από έναν λάθος υπολογισμό κατά ένα δέκατο του δευτερολέπτου, παρά τον μεθοδικό του σχεδιασμό που προέβλεπε και την παραμικρή λεπτομέρεια. Κι αν έμαθε κάτι από τη σύντομη θητεία του στις στενόχωρες βολίδες, είναι η προσήλωση και η ακρίβεια, οι δυο άχαρες αρετές που εξαργυρώνονται σε αθόρυβη δόξα για έναν απρόσωπο killer, όπως ο πρωταγωνιστής στη σπαρτιάτικη, δραματική, σαμουράι περιπέτεια του Ντέιβιντ Φίντσερ. Make or break, στην κόψη του ξυραφιού: το στοίχημα του Αμερικανού σκηνοθέτη προφανώς είναι να μας παρασύρει σε μια παράδοξη εξίσωση της γνώσης με τον θάνατο. Ο ανώνυμος μη-ήρωας του Φασμπέντερ γίνεται κατά τι σοφότερος με τις τελευταίες αντιδράσεις των θυμάτων του – δέχεται τα λόγια τους σαν κέρματα στον άδειο κουμπαρά των συναισθημάτων του. Είναι εθιστική η διαδικασία, ποτέ όμως δεν μοιάζει με videogame – ο Φίντσερ κρατά τη δράση λιτή και χαμηλή, προτιμά τη γυάλινη μελαγχολία που μεταδίδουν τα ορθάνοιχτα μάτια του Φασμπέντερ.

 

Ο Αμερικανός σκηνοθέτης επιστρέφει στις μεγάλες οθόνες μετά το υπέροχο Mank (αν και η πανδημία είχε στερήσει την γκράντε απόλαυση απ’ τους περισσότερους θεατές), και πάλι για λογαριασμό του Netflix, φέρνοντας μαζί του τους πιστούς συνεργάτες του, τον Έρικ Μέσερσμιντ στη φωτογραφία, τον Κερκ Μπάξτερ στο μοντάζ και τους Ρέζνορ και Ρος στο μουσικό σκορ και σχεδιασμό, όλους βραβευμένους με Όσκαρ για δικές του ταινίες. Το αποτέλεσμα είναι σφιχτό και ρέον, με τον Φασμπέντερ να μετακινείται σε πόλεις του κόσμου με ψευδώνυμα και να ελίσσεται σαν σκιά, να ελέγχει τους παλμούς του για να αποφύγει τη σύγχυση και κυρίως να επαναλαμβάνει σαν προσευχή φράσεις όπως «μην ξεφεύγεις από τον στόχο που σε πληρώνει» και «η συμπάθεια είναι αδυναμία», που τον επαναφέρουν στον σκοπό του. Οι συνήθειές του καταντούν ψυχαναγκαστικές, από τη γιόγκα και τα μπιφτεκάκια χωρίς τα ψωμάκια από τα McDonald’s για τα απαραίτητα 10 γραμμάρια πρωτεΐνης ως τη μόνιμη συνοδεία της μουσικής των Smiths στα ακουστικά του. Εκτός από την ενδιαφέρουσα επιλογή του αγγλικού συγκροτήματος λόγω της κιθαριστικής τους μονοτονίας (που δεν αποσπά την προσοχή), ιδιαίτερα εύστοχη είναι η χρήση του τραγουδιού τους «How soon is now», γιατί αντανακλά το ελάχιστο χρονικό περιθώριο όχι μόνο της εκτέλεσης αλλά και της σχεδόν αυτόματης σκέψης που απαιτεί η «δουλειά».

 

Το Killer είναι ένα αναμενόμενα τεχνικά τέλειο πορτρέτο μιας ζωντανής απειλής και στρέφει τη δράση εσωτερικά, αντί να αναλωθεί σε μια σειρά από προφανή εκρηκτικά περιστατικά. Δραματικά, επιχειρεί να κινηθεί προς μια πιο ανθρώπινη και αδιόρατα συναισθηματική κατεύθυνση, όταν μετά την αποτυχημένη αρχική αποστολή δυο εντολοδόχοι εκτελεστές κινούνται εναντίον οικείου του προσώπου, αλλά το θέμα και το στόρι είναι μόνο ο μυστηριώδους ψυχισμού φονιάς σε μια απονενοημένη διαδρομή με εκδικητική χροιά και bonus το αν θα καταφέρει να χτυπάει από πλεονεκτική θέση. Ωστόσο, η ταινία φαντάζει υποσύνολο των δυνατοτήτων του Φίντσερ, ο οποίος ενδεχομένως να μη βρίσκεται σε φάση οράματος και ρίσκου, μετά το Mank και το Mindhunter, αν και από ότι βλέπουμε, το Netflix δεν το εγκαταλείπει.