Ο σκηνοθέτης χωρίζει την ταινία που γύριζε επί 26 μήνες σε 4 μέρη, όσες και οι εποχές του χρόνου. Κινηματογραφεί τον ηλικιωμένο ιδιοκτήτη καφενείου Δημήτρη Γιαννακό, γνωστό και ως Πάρβα, από έναν παγωμένο χειμώνα με χιόνι στο νησί μέχρι και μετά το θάνατό του, όταν το ανέλαβε η γυναίκα του με τη μια τους κόρη το καφενείο. Η ταινία είναι ευαίσθητη και ελεγειακή, προσφέρει ένα αληθινό πορτρέτο μοναξιάς σε μια αντεστραμμένη και ρεαλιστική εικόνα των Κυκλάδων, με την αγωνία και τις πολλές σιωπές μιας χούφτας ανθρώπων που τα φέρνουν βόλτα με το χορτασμένο από τη θάλασσα βλέμμα να περιορίζεται στις μικρές τους συνήθειες και σε μια αδιόρατα μακάβρια αναμονή. Μια ενδιαφέρουσα δουλειά, που δεν υποκύπτει στο μελό ή στην εθνογραφία.