Στην τρίτη της μεγάλου μήκους ταινία η Δώρα Μασκλαβάνου πραγματεύεται τη γυναικεία χειραφέτηση με μια ιστορία εμπνευσμένη από τη δραματική προσπάθεια μιας Ελληνίδας από την Πόλη να διεκδικήσει την ανεξαρτησία της, ούσα εγκλωβισμένη στα δεσμά της οικογένειας και της κοινωνίας ‒ η ταινία είναι κυρίως αυτό κι όχι άλλη μια πολίτικη ιστορία exploitation νοσταλγίας. Όταν η Πολυξένη, ένα υιοθετημένο κορίτσι από την Καβάλα, αντιλαμβάνεται πως η μεγάλη περιουσία που κληρονόμησε από τον πατέρα της δεν της ανήκει, καλείται να αναλάβει την τύχη, τουλάχιστον της δικής της ζωής, μετά και τον μαρασμό της αγαπημένης της μητέρας. Λέει τη γνώμη της ευθαρσώς, της αρέσει ένας φτωχός Τούρκος από τη γειτονιά, δεν αντέχει τον αντιδραστικό μικρόκοσμο και το κουτσομπολιό εναντίον της, δεν βρίσκει άκρη με τον ιερωμένο που μπαμπαλίζει λόγια ενωτικά και ασαφή και βλέπει πώς επιτήδειοι, δήθεν φίλοι του πατέρα της από τα παλιά, προσπαθούν να ελέγξουν τα ακίνητα που τυπικά της ανήκουν, αλλά και την ψυχική της υγεία, για να τη βγάλουν ασταθή και να ξεκοκαλίσουν ό,τι έχει απομείνει.

 

Η Πολυξένη φτύνει άτσαλα την οργή της και πληρώνει το ότι είναι μπροστά από την εποχή της, κλειδωμένη, παρά τη θέλησή της, μέσα σε τείχη συντηρητικά και διόλου ανεκτικά στα αγύριστα μυαλά και στα ανεξάρτητα πνεύματα.

Η Ξένη στην ίδια της την Πόλη, όπως δηλώνει ευκρινώς το συμβολικό όνομά της, διαχειρίζεται πολλαπλά τραύματα, καθώς έχει βιώσει την ορφάνια, τον αποχωρισμό από τον μικρό της αδελφό, στον οποίο στέλνει συνεχώς επιστολές, χωρίς να λαμβάνει απάντηση, και τον ξεριζωμό από το βιος της με ύπουλο και βίαια τρόπο. Έξυπνα, η Μασκλαβάνου αποσυνδέει τις όποιες ποπ τρίλιες του παγιωμένου look της δεκαετίας του '70 από την παλιωμένη όψη της Κωνσταντινούπολης, με την πρωταγωνίστρια να υφαίνει επώδυνα την αλλαγή νοοτροπίας στον εκρηκτικό, αναιδή χαρακτήρα της. Η Πολυξένη φτύνει άτσαλα την οργή της και πληρώνει το ότι είναι μπροστά από την εποχή της, κλειδωμένη, παρά τη θέλησή της, μέσα σε τείχη συντηρητικά και διόλου ανεκτικά στα αγύριστα μυαλά και στα ανεξάρτητα πνεύματα. Παραπάνω θεατρικά, σίγουρα όμως αποφασιστικά, η Κάτια Γκουλιώνη πάσχει με πάθος και παρά τα σεναριακά κωλύματα, η Δώρα Μασκλαβάνου εκφράζει στεντόρεια το point της.