Η εκτέλεση των 200 κομμουνιστών την Πρωτομαγιά του 1944, η μαζικότερη που έγινε ποτέ στην Ελλάδα, απασχολεί τον Παντελή Βούλγαρη στο Τελευταίο Σημείωμα, από την εναρκτήρια σεκάνς ως το παρατεταμένο, ίσως υπερβολικά δραματικό φινάλε. Το επίκεντρο είναι ο Ναπολέων Σουκατζίδης (δωρικός, πειστικός ο Ανδρέας Κωνσταντίνου), νέος, αγωνιστής, διερμηνέας του ναζί διοικητή στο Μπλοκ 15 στο Χαϊδάρι, το διαβόητο στρατόπεδο συγκέντρωσης – ευθέως ανάλογο με τα κολαστήρια στη Γερμανία και στην Πολωνία την ίδια περίοδο. Ο Σουκατζίδης δέχτηκε το πόστο αναγκαστικά, απρόθυμα, και λόγω χαρακτήρα όχι αδιαμαρτύρητα, και έπαιξε έναν διπλό ρόλο, ειδοποιώντας τους κρατούμενους συντρόφους του όποτε μπορούσε να αποσπάσει πληροφορίες, την ίδια στιγμή που έκανε τη δουλειά του όσο πιο υπεύθυνα του ζητούσαν οι Γερμανοί. Η σχέση του με τη Χαρά (η Μελία Κράϊλινγκ έξοχη στη λιτή, τελευταία σκηνή της), μια νοσοκόμα που με καρτερία και περηφάνια τον επισκεπτόταν στη φυλακή, λειτουργεί ως υπενθύμιση αλλά και φαντασιακό παράθυρο σε μια ζωή που ίσως ανθούσε κάτω από καλύτερες συνθήκες και ο Βούλγαρης την τοποθετεί ανάμεσα στις προσωπικές συγκρούσεις του ήρωα, το κουράγιο που δεχόταν και έδινε στους συναγωνιστές του αλλά και τη δυσπιστία που αντιμετώπιζε από έναν καλό του φίλο, ο οποίος, δικαίως, δεν έβλεπε με καλό μάτι την ιδιαίτερη μεταχείριση της οποίας έτυχε από τον διοικητή (εξαιρετικός ο Αντρέ Χένικε). Ανάμεσα στον Σουκατζίδη και στον άτυπο προϊστάμενό του αναπτύσσεται η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή της ταινίας, ένα παιχνίδι επιβολής και ανθεκτικότητας που συμπυκνώνει το παράλογο του πολέμου, την ιδεολογική διελκυστίνδα μεταξύ δύο έξυπνων και καθόλα λογικών ανδρών, μια άσκηση βαρβαρότητας με ανθρώπινες ανάσες. Επιπλέον, η ματιά του Σίμου Σαρκετζή και η μουσική με τους ήχους του The Boy προσδίδουν μια σύγχρονη στόφα σε ένα κλασικό στόρι που δεξιοτεχνικά ξεφεύγει από το μελό και τον διδακτισμό, με ήρεμη δύναμη και πίστη στους χαρακτήρες.