Αναφερόμενο σε ένα δημοφιλές στην Ιταλία, γιαπωνέζικης προέλευσης manga με τίτλο Jeeg Robot, το δράμα φαντασίας είναι πρωτοφανής περίπτωση στα χρονικά του ιταλικού σινεμά, και η ανάπτυξή του από τον Γκαμπριέλε Μαϊνέτι αποφεύγει μαεστρικά οποιαδήποτε συσχέτιση και, φευ, σύγκριση με τις αμερικανικές περιπέτειες υπερηρώων. Κι όμως, ο Έντσο ο απατεώνας, ο ράθυμος και ακοινώνητος πρωταγωνιστής του Με Λένε Τζιγκ, προσπαθώντας να ξεφύγει από τους αστυνομικούς, πατάει ένα βαρέλι με τοξικά απόβλητα στον Τίβερη, αποκτά υπερδυνάμεις και το χάρισμα της αυτοΐασης. Από μικρολωποδύτης μετατρέπεται σε εγκληματία και στη συνέχεια σε προστάτη μιας νεαρής γυναίκας με διανοητική υστέρηση (η οποία έχει κόλλημα με το γιαπωνέζικο anime και τον βλέπει σαν θεό της) από μια συμμορία, ειδικά από τον απρόβλεπτο, ψυχοπαθή αρχηγό της, τον «Τσιγγάνο».

 

Ο Έντσο ο ήρωας ξυπνάει την κοιμισμένη Αιώνια Πόλη από τον κομψό της λήθαργο και αποκτά ηρωική συνείδηση, αλλά με το πάσο του, όπως ταιριάζει σε έναν απόκληρο χωρίς ενδιαφέροντα και στόχο, με μοναδικό σκοπό την επιβίωση με τα ψέματα. Αυτός ο άνεργος superhero είναι ό,τι πρέπει για τον 21ο αιώνα των φτωχοδιάβολων της ανέχειας, ένα φανταστικό πρότυπο χωρίς τίποτα φανταστικό πάνω στο ατσούμπαλο σώμα του, με παντελή έλλειψη αξεσουάρ, στολής και όπλων. Η ταινία δεν είναι πάντα τόσο συναρπαστική όσο το concept, αλλά το off ρομάντσο και η ξερή κωμική φλέβα της προσθέτουν σε μια εναλλακτική, χειροποίητη πρόταση που σάρωσε στα ιταλικά κινηματογραφικά βραβεία – ο Λούκα Μαρινέλι στον ρόλο του Τσιγγάνου είναι απολαυστικά παράφρων, υπενθυμίζοντας συνέχεια πως δεν είχε συμμετάσχει στο «Big Brother» αλλά σε talent show – για να μην υπάρχει παρεξήγηση.