Φανταστείτε το οπτικό concept του Transformers να διασταυρώνεται με το Breakfast Club –ναι, το Breakfast Club του 1985– του Τζον Χιουζ, του περίφημου brat pack των πρωταγωνιστών/συμμαθητών που μπουντρουμιάστηκαν σε μια τάξη κι έβγαλαν τα εσώψυχα και τις πόζες τους, σε μια νέα υπερπαραγωγή με υπερήρωες που φιλοδοξεί να ξεκινήσει σειρά, έχοντας ανέβει ηλικιακά από την παιδική χαρά του δημοτικού στη γόνιμη πίστα της εφηβείας. Το Power Rangers ξοδεύει χρόνο για να σχηματίσει δεσμούς ανάμεσα στα τρία αγόρια και τα δύο κορίτσια γιατί μόνο έτσι θα καταφέρουν να μεταμορφωθούν από περιθωριακοί που έτυχε να βρουν εξωγήινα νομίσματα διαφορετικών χρωμάτων σε ένα λατομείο χρυσού στη μικρή πόλη όπου ζουν, σε φαντεζί λεγεώνα πολεμιστών που θα σώσει τον κόσμο, ξεκινώντας βέβαια από το ταπεινό Angel Grove και εμποδίζοντας την παντοδύναμη και μοχθηρότατη Ρίτα Ριπάλσα(!) να αρπάξει τους Κρυστάλλους της Ζωής. Ζωσμένοι με το angst της απόρριψης, οι ζορισμένοι συμμαθητές αναθαρρούν και ρίχνονται στη μάχη με τις κλασικές στολές που συμβολίζουν τις φυλές και τη διαφορετικότητα και, σε ένα νεο-ντισνεϊκό twist, μία από τις ηρωίδες είναι γκέι. Το έργο δεν διαθέτει τίποτα σοφιστικέ, είναι εντελώς πρώτου επιπέδου, αν και σε αυτή την επιφανειακή ψυχο-δράση επιστημονικής φαντασίας εκτελεί το πρόγραμμά του με μεγάλης κλίμακας και εντελώς άπνοη δεινότητα.