Η Χάννα Άρεντ (1906-1975) ήταν Γερμανίδα πολιτική επιστήμονας και φιλόσοφος. Η προσπάθειά της να απαντήσει στα ερωτήματα που έθεσαν τα εγκλήματα του ναζισμού αλλά και η έντονη θέλησή της να τοποθετηθεί πάνω στο θέμα της προσωπικής ηθικής ευθύνης σε καιρούς που η ανθρώπινη ζωή χάνει την αξία της είχε ως αποτέλεσμα το βιβλίο Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ - Η κοινοτοπία του κακού, φράση για την οποία («η κοινοτοπία του κακού») έγινε γνωστή σε όλον τον κόσμο.

Η έγχρωμη, δραματοποιημένη εικόνα της ικανότατης Μπάρμπαρα Σούκοβα, μούσας της σκηνοθέτιδος Μαργκαρέτε φον Τρότα, ως Χάνα Άρεντ, που παρακολουθεί με περίσσιο ενδιαφέρον, αφομοιώνει κι επεξεργάζεται τα ασπρόμαυρα, αυθεντικά αποσπάσματα από την περίφημη δίκη του Ναζί Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, αντιπροσωπεύει την πρόθεση και τελικά την επιτυχημένη έκβαση αυτής της ιδιότυπης και καθόλου απλής βιογραφίας μιας έντονα πολιτικοποιημένης φιλοσόφου που αντιμετώπισε σφοδρή κριτική για τις θέσεις της. Πίσω από τον γυάλινο θάλαμο όπου «φυλασσόταν» σαν ζώο σε κλουβί, η Γερμανοεβραία Άρεντ διέκρινε μια γραφειοκρατική, καθόλου τερατόμορφη, απρόσμενα συνηθισμένη προσωπικότητα στις επίσημες καταθέσεις και τις διακριτικές αντιδράσεις του Άιχμαν. Κοντολογίς, έπαθε σοκ με την έλλειψη δέους που της προξένησε ο βασανιστής που με τόσο κόπο και φασαρία συνέλαβε μυστικά η Μοσάντ στην Αργεντινή, με διπλωματικό επεισόδιο λόγω της ανορθόδοξης επιχείρησης σε ξένο έδαφος. Χωρίς να αμφισβητήσει στο παραμικρό τις θηριωδίες που ενέκρινε κι εκτέλεσε ο ανώτατος αξιωματικός, διατύπωσε μια ριζοσπαστική θεωρία περί της μπαναλιτέ του κακού και το πλήρωσε ακριβά, σε συνδυασμό με τη στενή της σχέση με τον φιλοναζί φιλόσοφο Χάιντεγκερ. Η Φον Τρότα δεν μένει μόνο στη δίκη αλλά διεισδύει στην Άρεντ, στα αισθήματα και τα διανοήματα, σε μια ταινία προβληματισμού, χωρίς να βαραίνει επικίνδυνα από το θέμα και το γεγονός πως μιλάμε για πολύπλοκα μορφώματα του μυαλού σε μια περίοδο έντονου στοχασμού, αν και με νωπά τα τραύματα του πολέμου.