Όταν η χυδαιότητα βγαίνει από τις σελίδες ενός λογοτεχνήματος, από την καθ' όλα νόμιμη συναίνεση της κρεβατοκάμαρας (όπου μπορεί να λειτουργεί διεγερτικά), από τις καφενόβιες κουβέντες ή από τα γηπεδικά συνθήματα και επιβάλλεται ως συμπεριφορά μέσω της δημοσιοποίησης της ως παράδειγμα προς μίμηση (γιατί έτσι πλασάρεται) και εσύ δεν βρίσκεις κάτι το μεμπτό παρά μόνο στην (υπερβολική όντως) ένταση της αρθρογράφου που σχολιάζει την συνέντευξη "βάλλοντας πέραν των ορίων της κοσμιότητας" (τι ειρωνεία!) και στην λογική της που «είναι ίδια με αυτήν ενός χρυσαυγίτη» (παρομοίωση ομοίου ύφους με εκείνη μεταξύ Θ. Αντωνόπουλου – Χίου), όταν δεν βρίσκεις κάτι το μεμπτό ούτε καν στο συμβάν που καταγγέλλει άλλος σχολιαστής (αν όντως είναι αληθές και αν όντως συνέβη όπως αναφέρεται) παρά εστιάζεις στο υποτιθέμενο escalation για να στρέψεις την κουβέντα και την προσοχή εκεί που θέλεις εσύ (σε διαφωνία περί αισθητικής και σε κινδυνολογίες περί -ισμών που έρχονται καβαλάρηδες να αποκαθηλώσουν τα ιερά και τα όσια του Γένους και της ανθρωπότητας), όταν δεν καταλαβαίνεις (ή κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις) ότι το θέμα δεν είναι η ελευθερία της έκφρασης αλλά η δικαιολόγηση της χυδαιότητας ως «αυθεντικής» αρσενικής συμπεριφοράς στον ΔΗΜΟΣΙΟ λόγο, ε, τότε, αναρωτιέμαι ξανά, τι άλλο να πει κανείς;