ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΜΑΪΟΥ

Κύριε Τσαγκαρουσιάνε, στεναχωρήθηκα πραγματικά με αυτό σας το editorial. Εχω μαζί σας την γνωριμία που έχει ένας αναγνώστης με έναν συγγραφέα που εκτιμά. Με έχουν αγγίξει οι προσπάθειές σας, από τα γραφτά στην Ελευθεροτυπία, το εκπληκτικό επιχείρημα του 01, το Symbol και την Lifo. Θέλω λίγο να αναλογιστείτε τι γράφετε σε αυτό το edito. Ηρθε ένα παιδί, με κάποια δείγματα φωτογραφιών, πριν 10 χρόνια. Αρα, ήσασταν εκδότης ή αρχισυντάκτης. Τα δείγματα δεν ήταν καλά, δεν είχαν την πρωτότυπη αισθητική, το «κάτι» που δείχνει ότι βλέπουμε το έργο ενός καλλιτέχνη. Επεξηγούσε το έργο του, αντί να σιωπά. Μπορεί με κακοχωνεμένες ατάκες της Σόνταγκ και του Ντελέζ. Είδατε το δερματόδετο μπουκ, κάτι σαν ένας δεκαεξλαρης, που αντί να τους γαμεί τα λύκεια, κουβαλάει ένα πολύτιμο αλλά ολωσδιόλου παράταιρο filofax –πόσο κρίσιμα για τον τομέα των επιχειρήσεων να είναι τα ραντεβού που έχει γράψει, πόσο σημαντικά να είναι τα τηλέφωνα που έχει; Αντε με καμμιά συμμαθήτρια, ή με εκείνη την παντρεμένη σαραντάρα με την Μπεμβέ του άντρα της που έχει χασαποταβέρνα στη Βάρη και λείπει τα βράδια. Τον αντιμετωπίσατε με συμπάθεια, όπως αντιμετωπίζουμε τον επηρμένο χαζό της γειτονιάς, τον ερασιτέχνη φυσικό που βρήκε λανθασμένη τη θεωρία της σχετικότητας. Δυο λόγια παρηγοριάς. Δεν φωνάξατε τον καλλιτεχνικό συντάκτη, δεν καλέσατε τον επιμελητή έκδοσης για τα καλλιτεχνικά – πιθανότατα δεν είχατε, αυτά είναι περιττά στην έκδοση ενός περιοδικού. Αρκεστήκατε στην γνώμη σας, στο προσωπικό σας κριτήριο. Και του είπατε δυο λόγια παρηγοριάς, να ξεμπερδεύουμε με το απαίδευτο ψώνιο. Κανείς δεν είπε σε αυτό το παιδί, 10 χρόνια πριν, το πρόβλημα με την αισθητική του. Μπορεί να είχε και τεχνικές ατέλειες, δεν τις έμαθε ποτέ, γιατί απλά δεν είστε ο ειδήμων να τις αναπτύξει. Εχετε όμως μια αίσθηση της αισθητικής. Και ο άνθρωπος απλά δεν έκανε, δεν το είχε. Κρίνατε ότι το έργο του (ο Θεός να το κάνει, ίσως), δεν έκανε, τέλος. Χωρίς, όμως, να λάβει την ουσιαστική γνώση για το τι δεν πήγαινε καλά με το έργο του. Πιθανότατα επειδή θεωρήσατε τον εαυτό σας τον καταλληλότερο. Μέγα λάθος. Είχατε την υπεύθυνη θέση να κρίνετε εάν το έργο του ανταποκρινόταν στο επίπεδο και την αισθητική που επιθυμούσατε στην εκδοτική σας προσπάθεια, όχι όμως την υπεύθυνη θέση να του εντοπίσετε τις ατέλειές του. Μπορούσατε να του πείτε πολλά, θα υποπίπτατε, όμως, στο δικό του λάθος. Όπως εκείνος μιλούσε ως κριτικός του έργου του κι όχι ως καλλιτέχνης, έτσι κι εσείς θα του μιλούσατε ως έχων μια προσωπική και τεκμηριωμένη αισθητική, αλλά όχι ως φωτογράφος που κρίνει το έργο άλλου φωτογράφου, έστω και άχρηστου. Κι αυτό είναι γενικό στις εκδόσεις. Μου αρέσει κάποιος, πληροί το δικό μου αισθητικό κριτήριο; Τον κάνω συντάκτη. Δεν το πληροί; Δεν τον κάνω. Μου αρέσει αυτός; Τον βάζω στην ομάδα. Δεν μου αρέσει; Δεν τον βάζω. Γράφει με το στυλ που μου αρέσει; ΟΚ. Δεν τα γράφει έτσι; Σπίτι του. Αυτό, σε όλα τα επίπεδα και σε όλα τα θέματα. Είστε κατάλληλος για να εξετάσετε το κατά πόσον ο κ. Βαρουφάκης, για παράδειγμα, αναπτύσσει τεκμηριωμένες θέσεις; Όχι, δεν είστε οικονομολόγος, αλλά το θέμα είναι ότι ούτε και θεωρείτε ότι χρειάζεστε κάποιον σύμβουλο έκδοσης να σας πει ότι αυτό το σημείο δεν στέκει θεωρητικά ή πρακτικά –ακούγεται ωραίο, είναι πιασάρικο, αλλά δεν στέκει. Είστε κατάλληλος για να κρίνετε εάν όσα αναφέρει για τον Κάντ, π.χ, ο κ. Δήμου, είναι ευσταθή; Όχι, πιθανότατα να έχετε διαβάσει Καντ, αλλά δεν έχετε εντρυφήσει. Κι ούτε βλέπετε την ανάγκη κάποιου επιμελητή να κρίνει εάν κάτι είναι άρτιο προς δημοσίευση, απλά ξέρουμε ότι το γράφει ο Δήμου, άρα εγγύηση. Και έτσι, προσλαμβάνοντας συντάκτες που θεωρούνται από τον εκδότη ή τον αρχισυντάκτη ειδήμονες, πιστεύετε ότι εξασφαλίζετε την ορθότητα των θέσεων των συγγραφέων, άρα της έκδοσης. Γράφει ένας συντάκτης με τον δικό του τρόπο, με όποιο συντακτικό κάνει «κλικ» στην αισθητική του και το δημοσιεύουμε χωρίς να χρειάζεται επιμελητής; Φυσικά, δεν θα διορθώσουμε την πένα του συντάκτη. Λες και η επιμέλεια αποτελεί λογοκρισία.Αλλά δεν είναι αυτό που με πείραξε στο κείμενό σας. Είναι οι αναφορές σας στους φτωχοδιάβολους και την νοοτροπία των 90s. Οσο ποιητικό κι αν ακούγεται, οι μικροαστοί –και μάλιστα αυτοί που φέρονται σαν την Μαντάμ Σουσού- δεν είναι φτωχοδιάβολοι, δεν ήταν ποτέ. Για την ακρίβεια, είναι τόσο μεγαλοαστοί και τόσο φτωχοδιάβολοι όσο αυτοί που πίστεψαν ότι αξίζουν έναν μεγάλο μισθό για να εκδώσουν ένα εβδομαδιαίο ένθετο. Υπήρχε και η δικαιολογία της αγοράς: «στα φέρνω, άρα τα αξίζω, άρα θα μου τα δώσεις». Χειμωνιάτικη γκαρνταρόμπα στην Αργεντινή, α, είναι τόσο σικ ο χειμώνας. Απερρίφθη μια πρόταση μεταγραφής με δώρο Πόρσε: δεν έγινε αποδεκτή, όχι επειδή γεννήθηκε η απορία από πού στο διάολο βγήκαν αυτά τα λεφτά, όχι επειδή ενώθηκαν οι τελείες και έγινε αντιληπτό ότι αυτά τα χρήματα είναι αποτέλεσμα μαύρης απάτης (τι κάνει νιάου-νιάου), όχι επειδή υπήρχε σώφρων επαγγελματικός δισταγμός «μα είναι δυνατό να δικαιούμαι τέτοια αμοιβή; Από πού κι ως πού; Ο αρχισυντάκτης του New Yorker για να πάει εκεί πήρε ποτέ Πόρσε για bonus μεταγραφής;» αλλά επειδή η Πόρσε είναι άχρηστη στη έρημο, ένα χαμόγελο ένδοξης απάρνησης του υλισμού, μια ψαγμένη στάση ζωής που ορίζει ότι θα πρέπει να συνεχίζεις να υποστηρίζεις το τέκνο σου όσοι κι αν είναι οι πειρασμοί, όσο κι αν κάποιοι σου δίνουν πολλά για να το εγκαταλείψεις (με την βεβαιότητα, όμως, ότι για να μου τα προσφέρει κάποιος, άρα τα δικαιούμαι, άρα μπράβο μου που είμαι υπεράνω). Αρα, γενναία άρνηση στην δελεαστική προσφορά και επιμονή στο εβδομαδιαίο ένθετο περιοδικό. Το οποίο, όμως, εξέδιδε ένας απατεώνας (να τον πούμε κι αυτόν φτωχοδιάβολο, για να αποδώσουμε αισθητικό περίγραμμα;), και την εφημερίδα την αγόραζαν όσοι έψαχναν το σιγουράκι στο χρηματιστήριο. Και μέσα στην τούρλα (του Σαββάτου) της αναζήτησης του Ελντοράντο, είχε κάτι και η κυρία να διαβάζει το Σάββατο το μεσημέρι στα καφέ του Κολωνακίου, την ώρα που οι άντρες μιλούσαν για «δουλειές» («θα τρέξουν κι άλλο τα λαναρόχαρτα», «είδες τις φωτογραφίες από το γκαλά; Εξαίρετος φωτογράφος, αλλά μου κάνει λίγο Γκόγια βρε παιδί μου»). Και τώρα, τι; Τώρα η κατάρα να πάρει τον επηρμένο φωτογραφίσκο, που όχι Γκόγια, αλλά ούτε μπόγια. Να προσέλθει ο δήμιος. Για την γενιά του χρηματιστηρίου. Εχουν περάσει χρόνια. Οσοι πίστεψαν ότι δικαιούνται ταξίδια στην Αργεντινή είναι φτωχοδιάβολοι με συμπεριφορά εφοπλιστών, κατάρα να’χουν αυτοί και τα παιδιά τους. Και τα μαγεμένα παιδιά στα οποία απευθυνόταν το 01; Κι αυτά τέτοιους γονείς είχαν. Με τα λεφτά των μεγαλοπιασμένων γονιών πήγαιναν στα rave parties, στα Οινόφυτα και στο Mad. Τώρα; Τί θα γίνει τώρα με αυτά τα παιδιά; Να τους πάρει ο διάολος τον πατέρα. Να ζήσουν το τέλος των ψευδαισθήσεων. Να προσέλθει ο δήμιος.Αλλά όχι, όχι αμέσως. Καλό είναι να μπει στην σκηνή ως η τελευταία σκηνή της μοίρας του κακόμοιρου μικροαστού φωτογραφίσκου (για ποια ποιητική έκφραση του βάλατε τον ονοματισμό «φτωχοδιάβολος», δηλαδή ενός κατατρεγμένου Αφγανού, άστεγου στην Αθήνα;) . Προηγείται η αγάπη κι ένας φίλος. Όμως, μπορεί και να μην έρθουν. Πιθανότατα ο δύστυχος μικροαστός φωτογραφίσκος, που του φορέσαμε τη στολή του φτωχοδιάβολου για να εξασκήσουμε την ποιητική μας παρομοίωση, να παραμείνει σε άγνοια. Ισως επειδή δεν του έδωσε κανείς προσοχή, απλά ένα χτύπημα στην πλάτη, κι έτσι παρέμεινε επηρμένος, ψώνιο και χαζούλης. Ισως επειδή κανείς δεν του είπε σοβαρά μια ολοκληρωμένη κριτική για το έργο του (εντός ή εκτός εισαγωγικών). Και επειδή ο χαζούλης επανήλθε, τώρα ήρθε και η ώρα να κάνουμε ένα ζουρ-φιξ, με τον χορό των κολασμένων. Κι αν οι φίλοι δεν υπάρχουν; Κι αν οι φιλίες που πίστευε αληθινές δεν ήταν παρά λόγια του αέρα; Κι αν η αγάπη βρίσκεται στο εγκαταλελειμμένο εκεί απέναντι, αλλά φοβάται να μπει; Τότε, θα μπει η μαύρη αυτή σκιά, με τα βαριά βήματα του Ρεμπώ. Ερχεται η εποχή των δολοφόνων. Στεναχωρήθηκα με το γραπτό σας. Για την ακρίβεια, πικράθηκα. Συγγνώμη.
Σχολιάζει ο/η