«Είχα δυο αγάλματα» σημειώνει ακόμα [ο Μακρυγιάννης] «περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια -φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τά 'χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν [...]. Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα:‘Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’αυτά πολεμήσαμε’» (Β΄ 303). Καταλαβαίνετε. Δε μιλά ο Λόρδος Βύρων, μήτε ο λογιότατος, μήτε ο αρχαιολόγος· μιλά ένας γιος τσοπάνηδων της Ρούμελης με το σώμα γεμάτο πληγές. «Γι’αυτά πολεμήσαμε». Δεκαπέντε χρυσοπίκιλτες ακαδημίες δεν αξίζουν την κουβέντα αυτού του ανθρώπου. Γιατί μόνο σε τέτοια αισθήματα πραγματικά και όχι σε αφηρημένες έννοιες περί του κάλλους των αρχαίων ημών προγόνων ή σε καρδιές αποστεγνωμένες που έχουν πάθει ακαταληψία από το φόβο του χύδην όχλου."Δεν τα λέει κάποιος Ελληναράς του τώρα τα παραπάνω που έβαλα σε ιερό παροξυσμό, τα λέει ο Σεφέρης. Κι ενας βοσκός ακόμα αναρριγά στο μεγαλείο της ιστορίας. Το κείμενο δε του Μακρυγιάννη καθ'εαυτό υπήρχε (μια παράγραφος, ένα τίποτα) στην ύλη λογοτεχνίας του γενικού Λυκείου στην Β τάξη. Είχε μπει και σε Πανελλήνιες στην Έκθεση. Τι έγινε, καταργήθηκε;;; Αν ναι, όπως φαίνεται κάκιστα….
Σχολιάζει ο/η