-Γιατί παρατάς τις ανοιχτές λεωφόρους γι αυτό το στενό και κακοφτιαγμένο δρομάκι; Ξέρεις στ αλήθεια, κοριτσάκι, που πηγαίνεις; Μπορείς κάλλιστα να βρεθείς σε μια απρόσμενη άβυσσο. Κανείς, ούτε καν οι εγκληματίες, δεν τολμούν να κατεβούν σ’ αυτή. Μείνε στον φαρδύ, άνετο δρόμο που παίρνει όλος ο κόσμος, γιατί όχι; Μείνε στο γνωστό και χιλιοπερπατημένο μονοπάτι με τις πινακίδες του και τα σήματά του. Είναι τόσο βολικό κι ευχάριστο να πηγαίνεις πάνω κάτω σ αυτό!-Είναι που έχω βαρεθεί την αποπνιχτική σκόνη, την χιλιοπατημένη διαδρομή που ακολουθούν οι άλλοι. Σιχάθηκα τους δυσκίνητους οδηγούς του και τους βιαστικούς διαβάτες. Την μονοτονία των περαστικών, τις κόρνες των αυτοκινήτων κι αυτά τα δένδρα που παρατάσσονται δεξιά κι αριστερά σαν στρατιώτες. Θέλω να αναπνεύσω ελεύθερα, όπως μου αρέσει, να ζήσω τη δική μου ζωή.-Δε θα τα καταφέρεις ποτέ να ζήσεις έτσι, καημένο κορίτσι. Είναι μια χίμαιρα. Τα χρόνια που φεύγουν θα σε γιατρέψουν αργά ή γρήγορα απ’ την επιθυμία αυτή. Πάντοτε ζούμε σ’ ένα βαθμό τουλάχιστον, για τους άλλους, κι αυτοί, ως αντάλλαγμα ζούνε σ’ ενα βαθμό για μάς. Αυτός που σπέρνει το σιτάρι δεν είναι ο ίδιος μ εκείνον που φτιάχνει το ψωμί. Κι ο ανθρακωρύχος δεν είναι ο ίδιος που οδηγεί το τραίνο. Η ζωή στην κοινωνία είναι ένα σύμπλεγμα από περίπλοκους ανθρώπινους μηχανισμούς, η λειτουργία των οποίων απαιτεί τεράστια επαγρύπνηση και χρειάζεται μεγάλη δέσμευση και ατέλειωτη προσοχή. Σκέψου μόνο το χάος που θα επικρατούσε αν ο καθένας ζούσε όπως ήθελε! Θα ήταν μια κόλαση αν ο καθένας κατέβαινε σ’ έναν δρόμο που δεν περνούσαν οι διαβάτες, που μόνο κακοί σπόροι φύτρωναν στραβά, και που κανείς δε θα ‘ξερε που οδηγεί.-Α, γέρο! Είναι αυτή η πολυπλοκότητα της κοινωνικής ζωής που με τρομάζει. Ασφυκτιώ στην υποχρέωση να εξαρτώμαι από τον διπλανό μου, μια υποχρέωση που κάθε μέρα που περνά με βαραίνει, πάνω στη θέλησή μου να ζήσω όπως επιθυμώ. Και με μισή καρδιά αντικρίζω την προοπτική να ζήσω όπως οι άλλοι, να ζήσω για τους άλλους. Θέλω να μπορώ να γεμίζω άπληστα το στόμα μου χωρίς να θεωρούμαι κάποιο κακομαθημένο παλιόπαιδο. Να μπορώ να βουτάω και να ξαπλώνω στο γρασίδι χωρίς το φόβο κάποιου φύλακα ή της αστυνομίας. Αγαπώ τις ρίζες, τα δένδρα, τα πλάσματα του δάσους, τα μούρα και τους θάμνους σ’ αυτό το μονοπάτι χωρίς έξοδο. Τι να το κάνω το παντεσπάνι και τα παλάτια, στη συντροφιά των οποίων νιώθω μονάχα αηδία; Γιατί να νοιαστώ πού πηγαίνω; Ζω για το σήμερα, αδιαφορώ για το αύριο.Emile Armand
Σχολιάζει ο/η