Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Να ήταν όλα τα καφενεία σαν το Λέσβιον

Σε μια ανηφόρα του Γαλατσίου ένα μαγαζί πενήντα χρόνων λιάζει τα χταπόδια του σε ένα απόλυτα αστικό τοπίο, σερβίρει μεζέδες και ψάρι όπως λίγα ξέρουν στην Αθήνα.

Να ήταν όλα τα καφενεία σαν το Λέσβιον

Σε υψόμετρο 370 μέτρων από τη θάλασσα, η Άγρα είναι ένα γραφικό χωριό της Λέσβου με παράδοση στην κτηνοτροφία. Τη δεκαετία του ‘60 πολλοί από τους κατοίκους της μάζεψαν τα απαραίτητα και πήραν τον δρόμο για την Αθήνα προκειμένου να κάνουν άλλες δουλειές, μακριά από τη γη, κυρίως οικοδομικές.

Κάπως έτσι διαμορφώθηκε στις απότομες ανηφόρες του Γαλατσίου μια συνοικία νησιωτών η οποία διατηρείται μέχρι σήμερα, ενώ δημιουργήθηκε και ο Κοινωνικός και Πολιτιστικός Σύλλογος των Απανταχού Αγριτών Λέσβου «Άγιος Δημήτριος» στην περιοχή. 

Το 1965 άνοιξε εκεί το Λέσβιον, το καφενείο όπου αρχικά συναντιόντουσαν οι συγχωριανοί πέρα από τον σύλλογο και τις εκδηλώσεις του. Αρχικά το άνοιξαν δύο ξαδέρφια, οι φωτογραφίες στους τοίχους του χώρου τραβήχτηκαν κατά την πρώτη του περίοδο. Από τότε το μαγαζί άλλαξε πολλά χέρια, το ανέλαβαν Λέσβιοι και μη. Ο μακροβιότερος ιδιοκτήτης του είναι από την Άγρα, ο Τάκης Κακαρώνης, το πήρε το 1986 και μαγειρεύει μέχρι σήμερα με τον γιο του Περικλή σε μια μικρή αλλά θαυματουργή κουζίνα. 

«Αυτό το μαγαζί για το να το βρεις πρέπει να χαθείς» έχει πει ένας από τους θαμώνες του Λέσβιον που πράγματι χάθηκε, είδε χταπόδια να κρέμονται στην ξύλινη πρόσοψή του, πάρκαρε, μπήκε, έφαγε κι από τότε δεν ξανάφυγε.

Το μαγαζί φημίζεται για το ψητό χταπόδι του που έρχεται από το νησί και δεν το προβράζουν, το αφήνουν να λιαστεί κανονικά στον ήλιο, το ρίχνουν στα κάρβουνα, το ψήνουν άψογα απ’ έξω και το κρατάνε ζουμερό από μέσα. Φωτ.: Γιώργος Αδάμος/LIFO

Το πατρικό του είναι στα εκατό μέτρα, το σημερινό του σπίτι στα δυο χιλιόμετρα. Ο Περικλής, το μεγάλο και ζεστό χαμόγελο του μαγαζιού, θυμάται να αποφεύγει να περνάει έξω από το μαγαζί ως παιδί, όταν ήθελε να παίξει στα κοντινά γηπεδάκια προτιμούσε να τα προσεγγίσει από το παρακάτω στενό, μην τυχόν και τον δουν στο καφενείο και τον φωνάξουν στη βαβούρα.

Μεγάλωσε όμως κι ανέλαβε να ανανεώσει το μαγαζί το 2008, «μέχρι τότε λειτουργούσε αποκλειστικά ως καφενές, όπως το φαντάζεσαι δηλαδή, με χαρτιά και φασαρία». Τρεις φορές την εβδομάδα άναβαν φωτιά και έψηναν καμία σαρδέλα, έκαναν και γαύρο τηγανητό, λίγα πράγματα. Μέχρι που εκείνος αποφάσισε να επικεντρωθεί στο φαγητό για να δουλεύει σε ένα μέρος στο οποίο η αγάπη για τα υλικά και η νοστιμιά της απλότητας κυριαρχούν.

«Το μαγαζί πήγαινε καλά, ήθελα όμως να το αλλάξω και να κάνω αυτό που βλέπεις». Έτσι του άλλαξε τον χαρακτήρα εμπλουτίζοντας τον κατάλογο με γεύσεις που φέρνουν τη θάλασσα σε μια ήσυχη αθηναϊκή γειτονιά, κρατώντας από το καφενείο μόνο τους συγχωριανούς που θα έρθουν το πρωί για τον καφέ-συνήθεια, το μεσημέρι για το τελετουργικό τους ούζο, «πενήντα χρόνια μας στηρίζουν, κάποια πράγματα τα διατηρείς για καθαρά συναισθηματικούς λόγους, απλά έκοψα τα χαρτιά, έδιωξα το τάβλι, έχουμε αφιερωθεί στους μεζέδες και δόξα τον Θεό μας έχει πάει καλά». 

Ο Περικλής αποφάσισε να επικεντρωθεί στο φαγητό για να δουλεύει σε ένα μέρος στο οποίο η αγάπη για τα υλικά και η νοστιμιά της απλότητας κυριαρχούν. Φωτ.: Γιώργος Αδάμος/LIFO
Φωτ.: Γιώργος Αδάμος/LIFO
 

Έχει αποκτήσει τη φήμη του στόμα με στόμα, είναι από αυτά τα μαγαζιά που θα ακούσετε σίγουρα κάποιον να λέει «με έχει στείλει ο τάδε, είναι φίλος, μου είπε ότι είναι πολύ καλό το φαγητό και να έρθω», την ώρα που απλώνεται το χάρτινο τραπεζομάντιλο στο τραπέζι του – κι έμενα μια έγκριτη καλοφαγού μου το έμαθε, που το έχει κάνει στέκι.  Όπως θα δείτε και εκείνους που θα χαιρετήσουν τους ιδιοκτήτες του πριν σηκωθούν να φύγουν, χτίζονται σχέσεις εκεί μέσα. «Έρχεται πολύς νέος κόσμος κι ο ένας το λέει στον άλλον, καμία σχέση με κάποτε, πλέον θα δεις εδώ πολλές γυναίκες που δεν θα συναντούσες στο παλιό περιβάλλον του μαγαζιού». 

«Αυτό το μαγαζί για το να το βρεις πρέπει να χαθείς» έχει πει ένας από τους θαμώνες του Λέσβιον που πράγματι χάθηκε, είδε χταπόδια να κρέμονται στην ξύλινη πρόσοψή του, πάρκαρε, μπήκε, έφαγε κι από τότε δεν ξανάφυγε. Φημίζεται άλλωστε το μαγαζί για το ψητό χταπόδι του, που έρχεται από το νησί και δεν το προβράζουν, το αφήνουν να λιαστεί κανονικά στον ήλιο, το ρίχνουν στα κάρβουνα, το ψήνουν άψογα απ’ έξω και το κρατάνε ζουμερό από μέσα.

Οι σουπιές τους με σάλτσα φρέσκιας ντομάτας, μελιτζάνες και μελάνι είναι περιζήτητο πιάτο, όπως και τα αχνιστά μύδια. Το τηγάνι τους είναι ανάλαφρο κι έχει μαστοριά, κάνουν σε αυτό καλαμάρι, γαύρο και μαριδάκι, αθερινά, κουτσομούρα και μπαρμπούνι – και μία κεφτεδάκια να πάρετε.

«Φροντίζουμε όλα να είναι όπως πρέπει, έχουμε μικρό κατάλογο ακριβώς γιατί μας βοηθάει να σερβίρουμε μόνο τα πιο φρέσκα». Παστώνουν σαρδέλα, κάνουν λακέρδα, αν και φέτος ήταν μια ιδιαίτερη χρονιά, «σε όλη την καραντίνα που ήμασταν κλειστοί ούτε οι ψαράδες έβγαζα ψάρι, έτσι, δεν καταφέραμε να μαζέψουμε παλαμίδες όπως κάθε χρόνο και δεν έχουμε καθόλου για φέτος. Μπορούμε να αγοράσουμε, αλλά ούτε αυτή η λογική των έτοιμων μας αρέσει, ούτε πλησιάζουν αυτό που θέλουμε σε γεύση».

Φωτ.: Γιώργος Αδάμος/LIFO

Φέρνουν και πιο μεγάλα ψάρια: μπορούν να σας προσφέρουν φαγκρί, συναγρίδα, στήρα και ροφό, κατόπιν παραγγελίας. Για να επιστρέψουμε στους μεζέδες, ο Περικλής ξέρει να κάνει γίγαντες και ρεβίθια, φάβα και κουκιά, ό,τι σας κάνει περισσότερο αίσθηση και δεν πρόκειται να σας απογοητεύσει. Και λαδοτύρι ψητό να πάρετε, είναι όλο άρωμα. Γαρίδες σαγανάκι δεν παραγγέλνω σχεδόν πουθενά, εκεί τις κάνουν με μια σάλτσα - όνειρο. 

Τα 23 ούζα που διαθέτει το καφενείο είναι όλο τους μυτιληνιά, τώρα έχουν αρχίσει να ψάχνονται και με τα τσίπουρα, έχουν προς το παρόν έξι ετικέτες μεταξύ των οποίων και το τούρκικο yeni raki, «ό,τι δοκιμάζουμε κι είναι καλό του δίνουμε ευκαιρία, έτσι κι αλλιώς ο κόσμος αποφασίζει τι θα μείνει και τι όχι».

Παραγγέλνουμε δυο ποτήρια ούζο κι ένας θαμώνας της πρωινής-μεσημεριανής βάρδιας προσφέρεται να μας κάνει μια «αλχημεία», όπως μας είπε την ανάμειξη του ούζου με το νερό, «το θες δίπατο ή τρίπατο, διάφανο-θολό-διάφανο;». Τρίπατο το ζητήσαμε. 

Φωτ.: Γιώργος Αδάμος/LIFO

Ήταν Χριστούγεννα όταν ο Περικλής ανακοίνωσε στον πατέρα του ότι θα κλείνει τις Δευτέρες, κάτι που δεν είθισται στα καφενεία, ο πιο παλιός μαγαζάτορας το βρήκε τρέλα, πίστευε ότι οι σταθεροί του μαγαζιού θα ξεσηκωθούν. «Έβγαλα ανακοίνωση έναν μήνα πριν και τελικά κανείς δεν γκρίνιαξε. Αφού είχε περάσει λίγος καιρός που λειτουργούσαμε έτσι, ο πατέρας μου γύρισε και μου είπε "μήπως να κλείνεις και τις Τρίτες;" και γελάσαμε» περιγράφει ο άνθρωπος που δεν λείπει μέρα και ώρα από το μαγαζί, που μέχρι να φύγουμε μας σύστησε τους μισούς προμηθευτές του ενώ μας είχε βγάλει γιαούρτι με βύσσινο.  

Στο Λέσβιον τα πράγματα είναι λιτά κι ωραία, είναι ένα από αυτά τα μέρη που αναδεικνύουν τη νοστιμιά της απλότητας, είναι το καφενείο που όλοι θα θέλαμε να έχουμε λίγα μέτρα από το σπίτι μας. Εκεί θα χαλαρώσετε, θα φάτε άψογα, θα ευχαριστηθείτε με την ευγένεια που χαρακτηρίζει τους ιδιοκτήτες του και το μεράκι που έχουν για όσα φτιάχνουν, θα το πείτε στους φίλους σας νιώθοντας ότι τους κάνετε δώρο ένα νόστιμο μυστικό. 

Το τηγάνι τους είναι ανάλαφρο κι έχει μαστοριά, κάνουν σε αυτό καλαμάρι, γαύρο και μαριδάκι, αθερινά, κουτσομούρα και μπαρμπούνι - και μία κεφτεδάκια να πάρετε. Φωτ.: Γιώργος Αδάμος/LIFO
Φωτ.: Γιώργος Αδάμος/LIFO
 
Φωτ.: Γιώργος Αδάμος/LIFO

Λέσβιον, Βαρδουσίων 3, Γαλάτσι, 2102923689