Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Πειράζει που φρικάρω με το Instagram;

Δεν είναι περίεργο να βλέπω ανθρώπους που ξέρω να βγαίνουν βίντεο ενώ τρώνε; Γιατί να δω το φαγητό τους; Δεν είναι κάτι πολύ προσωπικό; Νιώθω σαν να βάζω τα δάχτυλά μου μέσα στο πιάτο τους. Μετά μου πετάγονται γνωστοί μου, γυμνοί ή ημίγυμνοι. Γιατί;

Πειράζει που φρικάρω με το Instagram;

Μπαίνω με τον «αργό τρόπο», απ' το Google, για να συνειδητοποιώ πόση ώρα χάνω. Θέλετε να κατεβάσετε την εφαρμογή; με ρωτάει το Instagram. Όχι. Για χίλιους δύο λόγους, αλλά κυρίως γιατί βρίσκω πού και πού φρικιαστικό και επικίνδυνο αυτό το αδιανόητα προσωποποιημένο κουκούλι που φτιάχνεται με υλικά όσα έχουν τραβήξει κατά καιρούς την προσοχή μου.

Έχω έναν κανόνα: δεν ανοίγω ποτέ το Instagram το πρωί. Η αποσπασματικότητα των εικόνων, η εναλλαγή άσχετων πληροφοριών, οι ό,τι να 'ναι ειδοποιήσεις, δημιουργούν στο μυαλό την ανάγκη να αναζητεί το άσχετο και το αποσπασματικό όλη μέρα. Και επειδή το να μην μπορώ να συγκεντρωθώ είναι η κόλασή μου, δεν το διακινδυνεύω. Οτιδήποτε μπορεί να κάνει κανείς το πρωί αντί γι' αυτή την εθελοντική δουλεία στο κινητό, το να τρέξει έξω ή να χαζεύει τα αυγά να γίνονται ομελέτα, όλα, μα όλα νομίζω ότι τα προτιμώ απ' το Instagram.

Αντιστέκομαι στην παρόρμηση να κλικάρω πάνω σε ό,τι μου πετάει. Κρατιέμαι ένα δευτερόλεπτο και ρωτάω: τι βλέπω τώρα; Με νοιάζει στ' αλήθεια να δω τι κάνει εκείνος εκεί ο φίλος απ' το μεταπτυχιακό; Και δεν είναι φουλ περίεργο να βλέπω ανθρώπους που ξέρω να βγαίνουν βίντεο ενώ τρώνε; Γιατί να δω το φαγητό τους; Δεν είναι κάτι πολύ προσωπικό; Νιώθω σαν να βάζω τα δάχτυλά μου μέσα στο πιάτο τους και γρήγορα κλείνω τα stories που δείχνουν φαγώσιμα. Μετά μου πετάγονται γνωστοί μου, γυμνοί ή ημίγυμνοι. Γιατί;

Με αυτοματοποιημένο σχεδόν τρόπο τραβάμε φωτογραφίες, στις οποίες έχει πλέον πρόσβαση και η κουτσή Μαρία, με τα μπισκοτάκια που τρώμε συνέχεια και φερόμαστε κάπως σαν να δουλεύουμε για την εφαρμογή. Δουλειά μας είναι να καταναλώνουμε γρήγορα γρήγορα το τώρα και να αφήνουμε πίσω μας εικόνες.

Πιο απαίσια νιώθω όταν οι σκέψεις μου ξεφεύγουν απ' τον σπουδαίο, εγωκεντρικό εαυτούλη μου και αναζητούν κείμενα γνώμης και αναλύσεις σε ιστοσελίδες και περιοδικά. Τότε σκέφτομαι το Instagram ως κάτι πραγματικά κακό. Ως φαντασιόπληκτοι που όλη μέρα αυτοσκηνοθετούνται, αρνούμαστε να προσέξουμε ό,τι δεν είναι η γυαλιστερή αυτοεικόνα μας. Όμως, στο υπόλοιπο Ίντερνετ ανεβαίνουν πράγματα που θα θέλαμε ή θα οφείλαμε να τα ξέρουμε καθώς συμβαίνουν. Προσφυγική κρίση, κλιματική αλλαγή, κρίση της δημοκρατίας, χίλια δύο θέματα διεκδικούν μισό δευτερόλεπτο προσοχής προτού ξανακυλήσουμε στο ναρκισσιστικό κουκούλι.

Η αδικαιολόγητη μακαριότητά μας μπροστά στο σύγχρονο κόσμο μπορεί να βασίζεται και στο ότι εφαρμογές τύπου Instagram καθοδηγούν την προσοχή μακριά απ' το ενημερωτικό ίντερνετ. Γιατί να διαβάσουμε μια πεντασέλιδη ανάλυση για τη Μέση Ανατολή, όταν μπορούμε να ναρκωθούμε σε προγραμματικά απολιτίκ τόπους, όπου καλούμαστε να ανεβάζουμε stories από εμάς, για εμάς, με πρωταγωνιστές εμάς; Ό,τι δεν μας περιλαμβάνει, δεν μας ενδιαφέρει. Σωστά;

Φρικάρω όταν ανοίγω το Instagram και βλέπω φωτογραφίες απ' τα βιβλία που έχω στο γραφείο μου να μου εμφανίζονται πάνω σε γραφεία άλλων, που μοιάζουν στο δικό μου. Πλάι τους κούπες που θυμίζουν τη δική μου («μήπως θα ήθελα να αγοράσω κούπα;» ρωτάει το Google). Σαν ρεπλίκες κακές του κόσμου μου, αυτοί οι διαφημιστικοί κόσμοι με φρικάρουν. Με κάνουν να νιώθω χρησιμοποιημένη, προβλέψιμη, κάτι που μια εφαρμογή το ξέρει ακριβώς.

Με αυτοματοποιημένο σχεδόν τρόπο τραβάμε φωτογραφίες, στις οποίες έχει πλέον πρόσβαση και η κουτσή Μαρία, με τα μπισκοτάκια που τρώμε συνέχεια και φερόμαστε κάπως σαν να δουλεύουμε για την εφαρμογή. Δουλειά μας είναι να καταναλώνουμε γρήγορα γρήγορα το τώρα και να αφήνουμε πίσω μας εικόνες. Το Matrix-Instagram με τις γυαλιστερές εικόνες από (πιθανόν ανύπαρκτα) τοπία και τα τέλεια σώματα αγαπά το παρελθόν, μισεί το τώρα.

Δημιουργούμε μνημόσυνα στα περασμένα, αφού τα θυμόμαστε υπερβολικά καλά, με τεχνητό τρόπο (αυτήν τη βλακεία την κάνει και το fb, στο οποίο, σημειωτέον, ανήκει το Ιnstagram). Δαγκωνόμαστε συνέχεια με νοσταλγία, μελαγχολία και τρομακτικές συνειδητοποιήσεις του στυλ «πέρασαν κιόλας 5 χρόνια απ' όταν ήμασταν εκεί». Παίρνουμε καρδούλες από ανθρώπους που έχουμε να δούμε αιώνες, έρχονται μηνύματα «σε βρήκα» από άτομα που για κάποιον λόγο δεν θα 'θελες να σε βρουν, το «τώρα» παραδίνεται στο κινητό που το φτύνει ως «τότε».

Όταν κοιτάς τα πάντα γύρω σου σαν να είναι το μάτι η μηχανή του iΡhone, τα βλέπεις ήδη σαν φωτογραφίες. Σκέφτεσαι ήδη σε ένα ιδιότυπο μέλλον που βιάζεται να γίνει παρελθόν. Έτσι, η στιγμή βιώνεται απ' την εμφάνισή της ως φωτογραφία του εαυτού της, ως περασμένη. Ταυτόχρονα, όσα την περιβάλλουν γίνονται αδιάφορα, δεν βιώνονται καν, περνάνε και χάνονται χωρίς κανείς να τους δώσει σημασία, σβήνουν καθώς κουράρεις τη φωτό και μασκαρεύεσαι να βγάλεις άλλη μία. Ο φυσικός κόσμος γίνεται ντεκόρ, δεν έρχεστε σε επαφή. Ως καταναλωτής εικόνων θέλεις μόνο ν' αρπάξεις τη φωτό σου.


Μέσα στο Matrix-Instagram κοιτάμε τα παρελθόντα των άλλων στο #throwbackκάτι ή #takemebackthere ποστ τους και σκεφτόμαστε το μέλλον μας με την αγωνία να το μετατρέψουμε γρήγορα σε παρελθόν: να πάω εκεί, να βγάλω φωτό, να ανεβάσω.

Μπορούμε να την απολαύσουμε τη στιγμή αν δεν την καταγράψουμε; Μπορούμε να δούμε όντως κάτι χωρίς να το βάλουμε αμέσως μέσα στο κινητό μας; Επεξεργαζόμαστε κι αλλιώς (π.χ. ήρεμα, σε ένα ήσυχο δωμάτιο, με απαλή μουσική) τις εμπειρίες μας ή μόνο με τα φίλτρα που ρίχνουμε στις στιγμιαίες καταγραφές τους; Καλές, κακές, στραβές, όμορφες, αυτές είναι οι στιγμές μας και είναι η ζωή μας. Πρέπει να τη δούμε και αλλιώς.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO