Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ο φασισμός πάει σχολείο

Τα βίαια επεισόδια που προκάλεσαν ακροδεξιοί στο ΕΠΑΛ Σταυρούπολης ας γίνουν αφορμή για επαγρύπνηση και αναστοχασμό.

Ο φασισμός πάει σχολείο

ΣΤΑ ΕΠΑΛ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΗΣ η νέα σχολική χρονιά μπήκε με ένα τσούρμο φασιστοειδή χουλιγκάνια –μαθητές και εξωσχολικούς–, οπλισμένα με πέτρες, λοστούς, σουγιάδες, σιδερογροθιές, φωτοβολίδες και μολότοφ, να έχουν καταλάβει το σχολικό συγκρότημα, να τραμπουκίζουν μαθητές, φοιτητές και όποιον άλλο δεν τους άρεσε η φάτσα του, να χαιρετούν ναζιστικά, να φωνάζουν «χάιλ Χίτλερ», «κουμμούνια θα πεθάνετε» και άλλα τέτοια όμορφα.

Όχι για μια-δυο ώρες αλλά για δύο ολόκληρα εικοσιτετράωρα και βάλε, με την προκλητική ανοχή κιόλας, αν όχι την ενθάρρυνση της διεύθυνσης και κάποιων διδασκόντων, όπως καταγγέλλεται από πολλές πλευρές και όπως φαίνεται να συμβαίνει και από βίντεο που κυκλοφόρησαν στο Διαδίκτυο. Με την αστυνομία παρούσα μεν, αλλά σε ρόλο θεατή, όταν δεν ψέκαζε με χημικά τους συγκεντρωμένους απέξω αντιφασίστες –έπρεπε να φτάσει ο κόμπος στο χτένι για να γίνουν προσαγωγές και συλλήψεις–, με την υπουργό Παιδείας θεαματικά απούσα επί μιάμιση μέρα, ώσπου να δεήσει χτες να βγάλει μια χλιαρή ανακοίνωση καταδίκης των «βίαιων συμπεριφορών» γενικώς και αορίστως, με την πλειοψηφία των ΜΜΕ στο ίδιο πνεύμα, να κάνουν λόγο για «βίαια επεισόδια» και «κουκουλοφόρους», πάλι γενικά και αόριστα, θολώνοντας τα νερά λες και επρόκειτο για ποδοσφαιρικό καβγά, με την εισαγγελική παρέμβαση να έρχεται κι αυτή καθυστερημένη.

Και με τους απανταχού ακροδεξιούς να πανηγυρίζουν, ξερνώντας μίσος και χολή στο Ίντερνετ και στα social media, όπου κάνουν διαρκώς εντονότερη την παρουσία τους, έχοντας πια κι αυτοί «εκσυγχρονιστεί» ψηφιακά, ενόσω «αδελφές» οργανώσεις, όπως το Μέτωπο Νεολαίας της Χρυσής Αυγής και η Propatria, συνέχαιραν δημόσια τους «μαθητές που δείχνουν τον δρόμο».     

Η «δουλίτσα» που κάνει περισσότερο ή λιγότερο αθόρυβα όλον αυτόν τον καιρό η ακροδεξιά και online αλλά και στα λαϊκά ιδίως στρώματα, στα νεολαιίστικα στέκια και στους οπαδικούς συνδέσμους επίσης, συνωμοσιολογώντας άλλοτε για τη Μακεδονία και τους ξένους που μαζί με τους γκέηδες μάς αλλοιώνουν τον πολιτισμό, κι άλλοτε πάλι για τα εμβόλια του διαβόλου και το δικαίωμα στην ψέκα.

Όλα αυτά, εν είδει déjà vu, έγιναν ένα μόλις δεκαήμερο από την 8η επέτειο της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα και σχεδόν #1χρόνομετά την ανακοίνωση της ιστορικής απόφασης του Εφετείου Αθηνών, με την οποία η Χρυσή Αυγή χαρακτηριζόταν και επίσημα ως εγκληματική οργάνωση, παρουσία ενός τεράστιου πλήθους απέξω, με σύσσωμη σχεδόν την ηγεσία της να οδηγείται σιδηροδέσμια στον Κορυδαλλό, για να μας υπενθυμίσουν με τον πιο δυσοίωνο τρόπο ότι με τη μεγαλοπιασμένη συμμορία του Μιχαλολιάκου ξεμπερδέψαμε μεν, όχι όμως με τον φασισμό και τον ναζισμό στις διάφορες μεταλλαγμένες και μη αποχρώσεις του, ούτε με τις αιτίες που τον θρέφουν.

Μα δεν διδάχτηκε κανείς τίποτε απ' όσα εφιαλτικά συνέβησαν την τελευταία 15ετία, απειλώντας εν τέλει, όταν ξέφυγε η κατάσταση, το ίδιο το πολίτευμα; Πού αλλού, αλήθεια, στην «πατρίδα μας, την Ευρώπη», όπου τόσο αγαπούν να αναφέρονται οι κυβερνώντες, αφήνουν ανενόχλητα να εκτυλίσσονται τέτοια σκηνικά σε σχολικούς χώρους;

Αν και η αμήχανη, στην καλύτερη, στάση μιας κυβέρνησης που γέρνει ολοένα δεξιότερα (δεν χρειάζεται να αναζητήσει κανείς δηλώσεις τίποτα Πλεύρηδων ή Μπογδάνων π.χ., εδώ ολόκληρος υφυπουργός Παιδείας καταδίκασε μεν τη βία «απ' όπου κι αν προέρχεται», αλλά στάθηκε μόνο στην «άσκηση βίας όσων είχαν συγκεντρωθεί έξω από το ΕΠΑΛ», δύο μόλις μέρες μάλιστα αφότου δημοσίευσε ένα ξεκάθαρα ξενοφοβικό άρθρο με τίτλο «Αναζητώντας τον ρατσισμό») και η μάλλον αναμενόμενη στάση της αστυνομίας, η οποία σαφώς θα είχε πολύ πιο οξυμένα αντανακλαστικά αν είχε να κάνει με τίποτα «άπλυτους», καθώς και η κάλυψη των επεισοδίων από μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ, που πρώτο μέλημα είχαν να κρατήσουν «ίσες αποστάσεις», απονευρώνοντας τα γεγονότα παρά να ενημερώσουν σωστά γι’ αυτά –στάση που αναγκάστηκαν εν πολλοίς να αλλάξουν στη συνέχεια από την πίεση των ίδιων των γεγονότων αλλά και τις αντιδράσεις του κόσμου και δεν οφειλόταν σε κάποια «ομερτά» αλλά μάλλον σε μια ευθυνόφοβη αφασία– θύμισαν πολύ το φαιόχρωμο κλίμα που είχε διαμορφωθεί στη δημόσια σφαίρα λίγο πριν από τη δολοφονία του Φύσσα, νέες συνιστώσες έχουν μπει στο «παιχνίδι».

Οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί που έφερε η πανδημία, μαζί με τις αλλοπρόσαλλες υγειονομικές πολιτικές του τελευταίου χρόνου, η οικονομική κρίση που συνοδεύει αυτήν τη συσσωρευμένη ασφυξία, καταλήγοντας σε τυφλή οργή, με την ανεργία μεταξύ των νέων να αγγίζει το 40%, σύμφωνα με τη Eurostat –το μεγαλύτερο ποσοστό πανευρωπαϊκά–, έρχονται να προστεθούν στην προϋπάρχουσα αβεβαιότητα και ανασφάλεια.

Η «δουλίτσα» που κάνει περισσότερο ή λιγότερο αθόρυβα όλον αυτόν τον καιρό η ακροδεξιά και online αλλά και στα λαϊκά ιδίως στρώματα, στα νεολαιίστικα στέκια και στους οπαδικούς συνδέσμους επίσης (η ακροδεξιά απήχηση στη δυτική Θεσσαλονίκη, για την οποία αρκετός λόγος γίνεται, θυμίζει εκείνη της Χ.Α. στις υποβαθμισμένες γειτονιές του Πειραιά), συνωμοσιολογώντας άλλοτε για τη Μακεδονία και τους ξένους που μαζί με τους γκέηδες μάς αλλοιώνουν τον πολιτισμό κι άλλοτε πάλι για τα εμβόλια του διαβόλου και το δικαίωμα στην ψέκα, ένα πεδίο όπου μάλιστα βρίσκουν πρόθυμους συμμάχους σε ένα κομμάτι των υποτιθέμενων ιδεολογικών αντιπάλων τους απέναντι στον «κοινό εχθρό», που είναι η «υγειονομική δικτατορία», είναι ένα πεδίο που, βέβαια, οι ακροδεξιοί γνωρίζουν και χειρίζονται πολύ καλύτερα, γιατί από την πατριδοκαπηλία, την ξενοφοβία, τη θρησκοληψία, τη δεισιδαιμονία και την ψευδεπίγραφη ακροδεξιά αντισυστημικότητα μέχρι το «μάσκες χαμηλά - δικά μας παιδιά» δεν είναι ούτε ένα τσιγάρο δρόμος. 

Τα επεισόδια στα ΕΠΑΛ Σταυρούπολης δεν ήταν ούτε τυχαία ούτε ξαφνικά (είχε προηγηθεί μια σειρά «δυναμικά» συλλαλητήρια αρνητών και αντιεμβολιαστών, ενώ μεμονωμένα πεσίματα με ακροδεξιό «άρωμα» είχαμε φέτος και στα Pride σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη), εκπαιδευτικοί μάλιστα, όπως η Πόπη Σαραϊδάρη, μέλος του Δ.Σ. της Ε’ ΕΛΜΕ Θεσσαλονίκης, αλλά και ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ενώσεων Γονέων και Κηδεμόνων Κεντρικής Μακεδονίας Θανάσης Κοκόνας καταγγέλλουν ότι αφενός στο εν λόγω σχολικό συγκρότημα «είχε μαζευτεί όλη η Χ.Α. της πόλης», αφετέρου ότι «τα ακροδεξιά αυτά στοιχεία βγήκαν και μπήκαν συντεταγμένα μέσα από το σχολείο, χωρίς να υπάρξει καμία παρέμβαση, την ώρα που δεκάδες σύλλογοι εμποδίζονται, όταν χρειάζεται, να μπουν στο σχολείο».

Δεν αφορά βέβαια η εικόνα αυτή το σύνολο των σχολείων της περιοχής, ούτε φυσικά έχουν γίνει όλα τα πιτσιρίκια wannabe μελανοχίτωνες, δώσε τους όμως ένα δάχτυλο και θα σου αρπάξουν όλο το χέρι, όπως έλεγε ένα σύνθημα του Μάη του ’68.

Ήταν σίγουρα παρήγορα το πλήθος και το πάθος που είχε η μεγάλη χτεσινή αντιφασιστική διαδήλωση στη Θεσσαλονίκη, θα μείνει όμως κενό γράμμα αν δεν συνδυαστεί με στοχευμένες καμπάνιες, δράσεις και παρεμβάσεις που να απευθύνονται σε όλον αυτόν τον μπερδεμένο, στριμωγμένο από παντού νεαρόκοσμο, που εύκολα μπορεί να παρασυρθεί από οτιδήποτε φαντάζει αντισυστημικό, μιλώντας του στη δική του γλώσσα.  

«Γιορτάζουμε, δεν εφησυχάζουμε», επισημαίνει το πρόταγμα της καμπάνιας που ξεκίνησε το Σημείο για τη Μελέτη και την Αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς με αφορμή τον έναν χρόνο από την καταδίκη της Χ.Α. και οι εξελίξεις δυστυχώς το δικαιώνουν: «Πολλές από τις ιδέες της Χ.Α. συνεχίζουν να αναπαράγονται και να δηλητηριάζουν. Εκπρόσωποι θεσμών, δημόσια πρόσωπα που επηρεάζουν την κοινή γνώμη διατυπώνουν συχνά λόγο τοξικό. Ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, ο σεξισμός, η ομοφοβία, ο εθνοφυλετισμός, η μισαλλοδοξία, είναι εδώ», συνεχίζει, επικεντρώνοντας στις εξής θεματικές: ρατσισμός και προσφυγικό, έμφυλες διακρίσεις, ομοφοβία και σεξισμός, παρουσία της ακροδεξιάς σε κράτος και θεσμούς, ακροδεξιά, Covid και αντιεμβολιαστικό κίνημα.

Ας στηρίξουμε τόσο αυτήν όσο και κάθε άλλη ανάλογη πρωτοβουλία, που ως τέτοια δεν μπορεί παρά να είναι συμπεριληπτική, γιατί ο φασισμός έχει πολλά ποδάρια και γιατί το τελευταίο που θέλουμε σε αυτή την έρημη χώρα είναι να ξαναζήσουμε μέρες ταγμάτων εφόδου και «λογχών που ακονίζονται στα πεζοδρόμια», μαζί με έναν δημόσιο λόγο και κάποιες θεσμικές πρακτικές που κανακεύουν και ενισχύουν τέτοια φαινόμενα. Το βροντοφωνάξαμε στο Εφετείο πέρσι τον Οκτώβρη (και «τιμωρηθήκαμε» γι’ αυτό), το βροντοφωνάζουμε και τώρα: Ποτέ ξανά.