Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Η προσγείωση στην αφετηρία και το πριόνισμα του κλαδιού

Πώς η ΝΔ επιστρέφει στην εκκίνησή της, πώς o ΣΥΡΙΖΑ αυτοϋπονομεύει την προοπτική του.

Η προσγείωση στην αφετηρία και το πριόνισμα του κλαδιού

ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΑΠΟ τις πυρκαγιές μέχρι και τον ανασχηματισμό η κυβέρνηση κατέγραψε μια αναμφισβήτητη φθορά. Πέραν της όποιας επιδείνωσης στους ποσοτικούς δείκτες, αυτό που κυρίως αμφισβητήθηκε ήταν ένα ισχυρό χαρτί της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού προσωπικά, η ικανότητα στη διαχείριση κρίσεων.

Μετά τις εκλογές, οι χειρισμοί της κυβέρνησης στο τρίπτυχο εξωτερική πολιτική (Έβρος - Ελληνοτουρκικά) - πανδημία (ειδικά στην 1η φάση) - οικονομική διαχείριση (πορεία οικονομίας και στήριξη πολιτών λόγω πανδημίας) της είχαν προσδώσει ένα πρόσθετο πολιτικό κεφάλαιο. Ακόμα και αν ο κόσμος είχε επιμέρους ενστάσεις, αναγνώριζε στην κυβέρνηση ότι «με τόσα που τους έχουν τύχει, καλά το παλεύουν».

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα σε όλες σχεδόν τις έρευνες η ΝΔ να καταγράφει πρόθεση ψήφου υψηλότερη από το ποσοστό των τελευταίων εκλογών, με πρόσθετες εισροές ψηφοφόρων και από τον ΣΥΡΙΖΑ και από το ΚΙΝ.ΑΛ.

Σε περιόδους έντασης ο επίσημος ΣΥΡΙΖΑ, τα φιλικά του μέσα, συχνά και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας ανεβάζουν δυσανάλογα τους τόνους. Το αν αυτό συμβαίνει επειδή ο «αυθεντικός» ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ο μετριοπαθής, αλλά ο οξύς και συγκρουσιακός, είναι αδιάφορο. Το αποτέλεσμα είναι ότι η ένταση προκαλεί αντισυσπειρώσεις και αυτό είναι βούτυρο στο ψωμί της ΝΔ, καθώς η εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει χειρότερη.

Σήμερα, με τα όσα συνέβησαν στις πυρκαγιές, τα απόνερα του ανασχηματισμού και τα όποια λάθη της καταλογίστηκαν, αυτό το πρόσθετο πολιτικό κεφάλαιο μοιάζει να χάνεται και η επιρροή της ΝΔ να προσγειώνεται κοντά στο σημείο εκκίνησής της, τις εκλογές του Ιουλίου ’19. Δηλαδή να διαθέτει ένα προβάδισμα ευρύ, ισχυρό, αλλά χωρίς στοιχεία απόλυτης κυριαρχίας. Το οποίο, υπό μία έννοια, μπορεί να είναι και θετικό για την κυβέρνηση, καθώς η αίσθηση ότι είσαι «τεφάλ» και δεν κολλάει τίποτα πάνω σου μπορεί να αποδειχτεί πολύ επικίνδυνη στην πολιτική.

Το αν ο περασμένος μήνας θα αποτελέσει σημείο καμπής που θα σηματοδοτήσει την έναρξη μιας πορείας φθοράς είναι κάτι που προφανώς δεν μπορεί να εκτιμηθεί. Αν τα λάθη συνεχιστούν, η φθορά θα ενταθεί, καθώς ο μήνας του μέλιτος έχει παρέλθει. Προς το παρόν, πάντως, η κατάσταση για την κυβέρνηση μοιάζει απολύτως ελεγχόμενη, καθώς διαθέτει πολιτικό κεφάλαιο (έχει ακόμα ισχυρό προβάδισμα) και, κυρίως, μοιάζει να έχει μπροστά της μια θετική οικονομική συγκυρία.

Η μεγάλη (μεγαλύτερη του αναμενομένου) ανάπτυξη το 2021 και η ακόμα μεγαλύτερη αναμενόμενη ανάπτυξη το 2022 διευκολύνουν το κεντρικό αφήγημα της κυβέρνησης ότι η χώρα είναι σε έναν σωστό δρόμο. Αν αυτή η αίσθηση εμπεδωθεί, η κοινωνική δυναμική που δημιουργείται θα είναι ικανή να υπερκεράσει επιμέρους διαχειριστικά λάθη (αρκεί να είναι από αυτά που υπερκεράζονται…). Οι εκλογές, εξάλλου, κατά κανόνα κρίνονται στο συνολικό αφήγημα και όχι στις επιμέρους τακτικές επιλογές. Αν όχι, τα όποια λάθη θα μεγεθύνονται, όπως και το κόστος που τα συνοδεύει.

Την ίδια ώρα, η όποια φθορά της κυβέρνησης μοιάζει να μη γίνεται κέρδος για την αντιπολίτευση, ειδικά την αξιωματική. Κάτι που δεν συνέβαινε την περίοδο 2016-19, όταν τη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ συνόδευε η σταθερή βελτίωση της ΝΔ.

Αυτό, βεβαίως, δεν αποτελεί έκπληξη. Όχι τόσο επειδή το όποιο κυβερνητικό παρελθόν του ΣΥΡΙΖΑ είναι ακόμα νωπό αλλά κυρίως επειδή η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να εστιάζει σε πράγματα που βρίσκονται στο μυαλό του φανατικού πυρήνα του αλλά όχι των ψηφοφόρων που κρίνουν τις εκλογές.

Το χειρότερο που έχει πάθει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι το μίσος και η εμπάθεια μερίδας των υποστηρικτών του εναντίον της κυβέρνησης έχει μετατραπεί σε ημιεπίσημο πολιτικό λόγο του. Το να πιστεύει κανείς ότι με χαιρέκακες δηλώσεις, υβριστικά hashtags, τοξικό λόγο και συνθήματα μιας ταραγμένης πολιτικής περιόδου πριν από μισό αιώνα κερδίζει ψήφους οδηγεί κάθε νηφάλιο αναλυτή σε απόγνωση. Αυτά μπορεί να έπιασαν το 2010-11, αλλά από τότε έχουν αλλάξει πολλά και έχουν διαψευστεί ακόμα περισσότερα.

Όποιος παρακολουθεί προσεκτικά τις κινήσεις των πολιτικών πρωταγωνιστών (και θέλει να είναι αξιόπιστος), θα παρατηρήσει ότι ο Αλέξης Τσίπρας εδώ και καιρό επιχειρεί ένα προσωπικό rebranding. Προσπαθεί να χτίσει μια πιο μετριοπαθή και υπεύθυνη προσωπική εικόνα και να αποφεύγει την οξύτητα παλαιότερων εποχών. Αυτονόητα πράγματα, δηλαδή, που θα του πρότεινε κάθε σοβαρός σύμβουλος (προφανώς ο κ. Τσίπρας έχει, πλέον, τέτοιους).

Η προσπάθεια αυτή, ωστόσο, υπονομεύεται εκ των έσω, καθώς δεν ακολουθείται με συνέπεια. Σε περιόδους έντασης ο επίσημος ΣΥΡΙΖΑ, τα φιλικά του μέσα, συχνά και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας ανεβάζουν δυσανάλογα τους τόνους. Το αν αυτό συμβαίνει επειδή ο «αυθεντικός» ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ο μετριοπαθής, αλλά ο οξύς και συγκρουσιακός, είναι αδιάφορο. Το αποτέλεσμα είναι ότι η ένταση προκαλεί αντισυσπειρώσεις και αυτό είναι βούτυρο στο ψωμί της ΝΔ, καθώς η εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει χειρότερη.

Ο κ. Τσίπρας μοιάζει να πριονίζει ο ίδιος το κλαδί όπου θέλει να καθίσει. Έχοντας επιλέξει ως πεδίο αντιπαράθεσης και «ανορθόδοξου πολέμου» τα σόσιαλ μίντια, υπονομεύει το προσωπικό του rebranding και τη συνακόλουθη στρατηγική του. Στο πεδίο αυτό επικρατούν οι χυδαιότητες και οι ανούσιοι εξυπνακισμοί που κάνουν τους φανατικούς να χαίρονται μεταξύ τους και όλους τους υπόλοιπους να δυσφορούν.

Γι’ αυτό παραμένει πολιτικά καθηλωμένος ο ΣΥΡΙΖΑ. Όχι επειδή δεν τον βοηθάνε τα μίντια, όπως ισχυρίζεται, αλλά επειδή η ηγεσία του έχει επιτρέψει να αναδυθούν φαινόμενα που παραπέμπουν σε έναν επανακάμψαντα νεοαυριανισμό, ο οποίος απωθεί κρίσιμους ψηφοφόρους. Αν αυτό θελήσει και καταφέρει να το ελέγξει, μπορεί να ελπίζει ότι θα διευρύνει την επιρροή του. Αν επικρατήσει η κουτοπόνηρη αντίληψη ότι «ο Τσίπρας θα είναι ο σοβαρός και οι από κάτω θα κάνουν τη βρόμικη δουλειά», θα συμβεί ό,τι συμβαίνει συνήθως σε όποιον πατάει σε δύο βάρκες.