Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Η άχαρη συζήτηση για τις δημοσκοπήσεις

Αν μια συζήτηση αξίζει να ανοίξει γύρω από τις δημοσκοπήσεις αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα προσαρμοστούν στις σύγχρονες απαιτήσεις και θα προσεγγίσουν πιο αποτελεσματικά ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα.

Η άχαρη συζήτηση για τις δημοσκοπήσεις

ΚΑΙ ΞΑΦΝΙΚΑ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ την παραίτηση του Αυστριακού καγκελάριου Κουρτς λόγω εμπλοκής του σε σκανδαλώδη υπόθεση χειραγώγησης δημοσκοπήσεων, η κλασική μεταπρατική κουβέντα μεταφέρθηκε –αλίμονο!– και στα δικά μας «καφενεία». «Να ελέγξουν τις δημοσκοπήσεις που μας αδικούν», λέει ο ΣΥΡΙΖΑ, «να τις ελέγξουμε, αλλά από το 2015, για να δούμε τι κάνατε κι εσείς» απαντά η ΝΔ. 

Η όλη συζήτηση για τις δημοσκοπήσεις, ειδικά όταν διεξάγεται με όρους κομματικής κλοτσοπατινάδας, είναι εξαιρετικά άχαρη και εν πολλοίς ανούσια, αφού οι δημοσκοπήσεις δεν επηρεάζουν πάντα την εκλογική συμπεριφορά. Αλλά, ακόμα και όταν την επηρεάζουν, αυτό δεν συμβαίνει προς μία μόνο κατεύθυνση.

Κατά περιόδους έχουν καταγραφεί διαφορετικές τάσεις στην εκλογική συμπεριφορά, με συνηθέστερες τις εξής τρεις: το bandwagon effect (η δυναμική καρότσας), το backlash effect (συμπεριφορά αντίδρασης) και το underdog effect (τακτική ψήφος) ‒ η απόδοση στα ελληνικά, φυσικά, είναι ελεύθερη. 

Bandwagon effect είναι η τάση περαιτέρω ενίσχυσης εκείνου που προηγείται. Oι ψηφοφόροι «καβαλάνε την καρότσα», το ρεύμα υπέρ του πρώτου ενισχύεται και τελικώς η διαφορά αυξάνεται. Το φαινόμενο αυτό είναι το συνηθέστερο, το έχουμε δει σε πολλές εκλογικές αναμετρήσεις, σε πολλές χώρες, αλλά δεν είναι το μόνο. 

Backlash effect είναι η τάση των πολιτών να ανακόψουν την πορεία ή να περιορίσουν το εύρος της νίκης εκείνου που προηγείται, κάτι που τους κάνει να στραφούν υπέρ του αντιπάλου του. 

Underdog effect είναι η περίπτωση κατά την οποία ένας ψηφοφόρος, θεωρώντας δεδομένους τους ευρύτερους συσχετισμούς, επιλέγει συνειδητά ένα άλλο κόμμα, συνήθως μικρότερο, προκειμένου να δημιουργηθεί μια «έκπληξη», να σταλεί ένα μήνυμα ή να σπρωχτούν τα πράγματα προς μια άλλη κατεύθυνση. 

Με εξαίρεση το καλοκαίρι του 2015, οπότε κατά γενική παραδοχή υπήρξε αστοχία, οι προβλέψεις των δημοσκοπήσεων κατά κανόνα είναι σωστές. Τις θέσεις κατάταξης και το εύρος της διαφοράς σε γενικές γραμμές το αποτυπώνουν σωστά. Το να προσπαθούν κάποιοι σήμερα να απαξιώσουν το μήνυμα, βάλλοντας κατά του αγγελιοφόρου, είναι παλιά τακτική, όχι πολύ αποδοτική όμως.

Ας δούμε μερικά εκλογικά παραδείγματα για το πώς (δεν) επηρέασαν οι δημοσκοπήσεις το αποτέλεσμα. 

Την περίοδο του δημοψηφίσματος το καλοκαίρι 2015 οι δημοσκοπήσεις (όλες, ακόμα και αυτές που δημοσιεύτηκαν σε μέσα προσκείμενα στον ΣΥΡΙΖΑ, και μάλιστα από εταιρείες που τότε συνεργάζονταν μαζί του) προέβλεπαν οριακό αποτέλεσμα. Σε τίποτα δεν επηρέασε την τελική έκβαση, που ήταν η ευρεία νίκη του «Όχι». Καμία δημοσκόπηση δεν μπόρεσε να ανακόψει την τάση που υπήρχε.

Στις τελευταίες εκλογές των ΗΠΑ, σε όλες τις μετρήσεις κρίσιμων Πολιτειών (swing States), ο Τραμπ φαινόταν να χάνει καθαρά. Κι όμως, από τις δέκα κρίσιμες Πολιτείες κέρδισε τελικά τις έξι και τις τρεις που έκριναν τις εκλογές τις έχασε με διαφορά μικρότερη του 1%. Ούτε εδώ επηρέασαν, λοιπόν, οι δημοσκοπήσεις πολιτειακού επιπέδου. Άρα το κλασικό bandwagon effect δεν επιβεβαιώθηκε.

Στις εκλογές του Απριλίου 2000, η διαρροή από τη ΝΔ δημοσκοπήσεων που την έδειχναν να προηγείται του ΠΑΣΟΚ οδήγησε ένα κομμάτι της τότε αριστεράς (Συνασπισμού και ΔΗΚΚΙ) να ψηφίσει ΠΑΣΟΚ, εν όψει της «απειλής» εκλογικής νίκης της ΝΔ.

Αντίστοιχα, στις δεύτερες εκλογές του 2012, τον Ιούνιο, μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων των κομμάτων του «ενδιάμεσου χώρου» στράφηκε προς τη ΝΔ, με κύριο επιχείρημα «να μη βγει ο ΣΥΡΙΖΑ», τάση που είχε φανεί πολύ ισχυρή τις πρώτες μέρες μετά τις εκλογές του Μαΐου 2012. Το προβάδισμα του νικητή στις περιπτώσεις αυτές οδήγησε σε backlash και όχι bandwagon effect.

Ένα άλλο κλασικό εκλογικό case study είναι αυτό των γαλλικών προεδρικών εκλογών του 2002. Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι στον δεύτερο γύρο θα περνούσαν ο τότε Πρόεδρος Σιράκ και ο υποψήφιος της κεντροαριστεράς Λιονέλ Ζοσπέν κι αυτό έκανε πολλούς ψηφοφόρους να ψηφίσουν στον πρώτο γύρο «μικρότερους υποψηφίους (π.χ. ανεξάρτητους κεντροδεξιούς και, κυρίως, ανένταχτους αριστερούς, οικολόγους, τροτσκιστές κ.λπ.).

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να περάσει ο Σιράκ στον δεύτερο γύρο με το μικρότερο ποσοστό που εξασφάλισε ποτέ εν ενεργεία Πρόεδρος, ενώ ο Ζοσπέν ήταν το μεγάλο θύμα (της δημοσκοπικής βεβαιότητας ότι περνάει στον δεύτερο γύρο), χάνοντας τη δεύτερη θέση από τον Ζαν-Μαρί Λεπέν. Κλασική περίπτωση underdog effect. 

Και να έρθουμε λίγο στο σήμερα. Οι δημοσκοπήσεις στη χώρα μας αποτυπώνουν παρόμοιες τάσεις. Το να δείχνει η μία εταιρεία διαφορά π.χ. 9% και η άλλη 13% δεν συνιστά αποτύπωση διαφορετικής πραγματικότητας. Την ίδια τάση δείχνουν, ο καθένας με τα δικά του ερευνητικά και αναλυτικά μοντέλα. Οι ίδιες εταιρείες που τώρα δείχνουν ευρύ προβάδισμα της ΝΔ, το φθινόπωρο του 2014 έδειχναν ευρύ προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ.

Με εξαίρεση το καλοκαίρι του 2015, οπότε κατά γενική παραδοχή υπήρξε αστοχία, οι προβλέψεις των δημοσκοπήσεων κατά κανόνα είναι σωστές. Τις θέσεις κατάταξης και το εύρος της διαφοράς σε γενικές γραμμές τα αποτυπώνουν σωστά. Το να προσπαθούν κάποιοι σήμερα να απαξιώσουν το μήνυμα, βάλλοντας κατά του αγγελιοφόρου, είναι παλιά τακτική, όχι πολύ αποδοτική όμως.

Αν μια συζήτηση αξίζει να ανοίξει γύρω από τις δημοσκοπήσεις αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα προσαρμοστούν στις σύγχρονες απαιτήσεις, θα συνδυάσουν μοντέλα big data, διαδικτύου κ.ά. με τις παραδοσιακές τεχνικές και θα προσεγγίσουν πιο αποτελεσματικά ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα, για να μην ξεπεραστούν ως εργαλεία από την παγκόσμια τάση προς μια πιο ρευστή εκλογική συμπεριφορά.

Αυτό, ναι, έχει νόημα, αλλά είναι υπόθεση κυρίως των επαγγελματιών του χώρου και λιγότερο των κομμάτων, καθώς οι παρεμβάσεις των κομμάτων συχνά στόχο έχουν να φέρουν τη συζήτηση στα δικά τους μέτρα, ώστε η συζήτηση για τις δημοσκοπήσεις να επηρεάζει τελικά περισσότερο από τις δημοσκοπήσεις καθαυτές.