Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Η αιώνια λιακάδα του προνομιούχου, σεξιστικού μυαλού

Η ορθόδοξη, πατριαρχική, καταπιεστική και μη ανεκτική προς το διαφορετικό ελληνική οικογένεια έγινε πάλι μόδα και βγήκε εκτός, ως μη cool, ο αναστοχασμός για τις συνθήκες καταπίεσης που καθόρισαν τη ζωή των γιαγιάδων και των μανάδων μας.

Η αιώνια λιακάδα του προνομιούχου, σεξιστικού μυαλού

Μία από τις απολαύσεις των προνομιούχων είναι η γαλήνη τους. Μια μορφή γαλήνης είναι να θεωρείς αχρείαστη γκρίνια τη συζήτηση για την ισότητα. Μου έτυχε πρόσφατα να τη ζήσω σ' ένα φιλικό τραπέζι. Η κουβέντα πήγε σε μια φίλη μας δικηγόρο που έχει επιτυχία στον κλάδο της.


Κάποιος πετάχτηκε αμέσως: «Αυτή δεν δουλεύει με τον τάδε;». Πράγματι, αλλά τι σχέση είχε με ποιον άντρα συνεργάστηκε; Αμέσως μου λύθηκε η απορία. Το τραπέζι αποφάνθηκε και ότι έχει σχέση με τον συνεργάτη της και ότι εκεί βρίσκεται το κλειδί της επιτυχίας της.


Έφριξα, όχι επειδή με ένοιαζε αν έχουν σχέση ή όχι, αλλά επειδή κατάλαβα πού μας τοποθετούν ως νέες γυναίκες (γυναικούλες), επιστήμονες (παραρτήματα των ανδρών του κλάδου μας), επαγγελματίες (επιτυχείς μόνο ως γραμματείς) και καλλιτέχνες (σε κάποιον καθίσαμε), εν έτει 2018.


Εννοείται, κάποιες τοποθετούνται μόνες τους και ανατροφοδοτούν την εικόνα. Το είπα. Πήρα απάντηση τη γλυκιά μακαριότητα του ανθρώπου που δεν τον αμφισβητούν εκατό φορές τη μέρα, δεν τον μειώνουν επειδή έχει ή δεν έχει στήθος και που μπορεί να αρνηθεί ευγενικά το φλερτ (που ποτέ δεν βλάπτει), χωρίς να χρειάζεται να αποδείξει πως δεν είναι «ξινή»: «έλα, μωρέ».

Κάνουμε όλες τις δύσκολες δουλειές, ακούμε πως αυτό που γουστάρουμε δεν είναι για μας, τρώμε σφαλιάρες και καταπίνουμε αστειάκια, αποδεικνύουμε κάθε μέρα ξανά και ξανά την αξία μας και μόλις διεκδικούμε ή μιλάμε ή ακουγόμαστε, ακούμε πως η ένταση μας, το metοo μας, οι απαιτήσεις μας για ισότητα κι ελευθερίες είναι αχρείαστα. Η γαλήνη τους είναι αυτή η ίδια ένα κακό αστείο για μας, χωρίς εμάς, στα μούτρα μας.

Πρόσφατα, πάλι, με μια φίλη συζητούσαμε για τις φράσεις «δημόσιος άνδρας» και «δημόσια γυναίκα». Ο δημόσιος άνδρας μάς φέρνει στον νου τον Περικλή ή τον Ανδρέα Παπανδρέου, τοποθετείται, τα «λέει καλά», είναι μάγκας. Η δημόσια γυναίκα είναι ένα κοινόχρηστο πράγμα, μπορείς ν' απλώσεις τη χερούκλα σου και να την απολαύσεις, στο μπαρ και στο καφέ μπορείς να την πειράξεις, στη δουλειά να «παίξετε».

Το ίδιο και η «πιτσιρίκα» με την οποία συνεργάζεσαι είναι το σύμβολο του επαγγελματικού μεγαλείου σου, το μέτρο του μεγέθους σου ως δικηγόρου, μεγαλοκαθηγητή, γιατρού, συμβούλου, ο όμορφος δορυφόρος που σε ακολουθεί στη δύσκολη αντρική καθημερινότητα όπου πρέπει να κυριαρχήσεις ανάμεσα σε άλλους άντρες.

Το θέμα μας δεν είναι «φεμινιστικό» ούτε κάνουμε θεωρητική συζήτηση. Οι γυναίκες δεν χρειάζεται να μάθουν από κάπου τις δυσκολίες του να είσαι γυναίκα. Δεν χρειάζεται να γίνουν φεμινίστριες.

Ανεξάρτητα απ' το σχέδιο ευτυχίας που θα διαλέξουν να ακολουθήσουν μαμάδες, πιλότοι, οδηγοί τρακτέρ ή διευθύντριες πολυεθνικών, στον δρόμο τους θα βρουν την καταπίεση της ανδροκρατίας, την αυθαιρεσία του να σε υποτιμούν γιατί έχεις χοντρά πόδια, στήθος, ρυτίδες, όμορφα μαλλιά, καθόλου μαλλιά, καθόλου στήθος ή πολύ αδύνατα χέρια, πολλές γνώσεις ή λίγες, επειδή πέτυχες ή απέτυχες.

Στην ίδια πορεία θα βρουν πλάι τους τούς άνδρες που δεν ταιριάζουν στο μοντέλο άνδρα που οριοθετούν τα έμφυλα στερεότυπα, απ' αυτούς που γουστάρουν να ζυμώνουν ή να κλαίνε μέχρι τους γκέι.

Αν, λοιπόν, όλα πάνε καλά γιατί ατενίζεις ένα σύμπαν σχεδιασμένο στα μέτρα σου, το πρόβλημα είναι πού κοιτάζεις. Μια αυτόματη εκδήλωση υπεροχής είναι η γαλήνη. Όταν λέω «εμένα δεν με νοιάζουν, μωρέ, αυτά, δεν τα καταλαβαίνω», ταυτόχρονα τα απορρίπτω και τα υπερβαίνω.

 
Πριν φύγει το 2018, ας δούμε πάλι γιατί καμία γαλήνη και καμία ηρεμία δεν έχουν θέση στην ελληνική κοινωνία σήμερα. Χαμηλότεροι μισθοί για ίδια εργασία, «σκέφτεσαι να κάνεις παιδί;» ή «θα χτενίζεσαι;» ως ερώτηση σε συνέντευξη, σκληρές πρακτικές στις εργαζόμενες στα μπαρ και στα εστιατόρια, μόνιμο «πέσιμο» από παντού και εντολές από τ' αφεντικά («να το αφήνεις να γίνεται») και ελάχιστες γυναίκες σε θέσεις εξουσίας (η κ. Θάνου δεν μετράει για πολλές γυναίκες, παρά τις πολλές θέσεις που έπιασε).

Ακόμα ελάχιστες στη Βουλή, ανύπαρκτη πρόνοια για τις μόνες μαμάδες ή τους μόνους μπαμπάδες, βία, ξύλο, επιθέσεις στον δρόμο και στο σπίτι και σκληρός αποκλεισμός των γυναικών από τις επιστήμες και την τέχνη ‒ για εργάτριες στο σπίτι και σκλάβες του νοικοκυριού κάνουν, στα δημιουργικά το χάνουν. Την ίδια ώρα ανακαλύπτουμε τη σπουδαία συμβολή των γυναικών στις επιστήμες και στις τέχνες κατά το παρελθόν, που «θάφτηκε» απλώς γιατί προήλθε από γυναίκες, και η οργή μας μεγαλώνει.


Παράλληλα, λίγη αντρίλα, λίγη επιστροφή στην αγαπημένη οικεία πατριαρχία, λίγο χαστουκάκι, λίγο χιούμορ του παλιού καλού καιρού των μπαμπάδων μας, έρχεται και κάθεται πάνω μας ως στυλ μέσα από τη σαχλαμάρα της δημόσιας συζήτησης.


Η ορθόδοξη, πατριαρχική, καταπιεστική και μη ανεκτική προς το διαφορετικό ελληνική οικογένεια έγινε πάλι μόδα και βγήκε εκτός, ως μη cool, ο αναστοχασμός για τις συνθήκες καταπίεσης που καθόρισαν τη ζωή των γιαγιάδων και των μανάδων μας.


Υπάρχουν άνθρωποι που δεν βλέπουν πού είναι το πρόβλημα. Δεν κοιτάζουν γύρω τους αλλά εστιάζουν μόνο σε έναν κόσμο ραμμένο πάνω τους, ηλιόλουστο, γαλήνιο, πλασμένο γι' αυτούς και για τα σπουδαία έργα τους, με τις γυναίκες στον ρόλο της φτωχής υποσημείωσης, αποκλεισμένες και εκτός, σιωπηλές εργάτριες του ανδρικού μεγαλείου, χορηγούς υποστήριξης, «χαζές», αθέατες και «υπό».


Κάνουμε όλες τις δύσκολες δουλειές, ακούμε πως αυτό που γουστάρουμε δεν είναι για μας, τρώμε σφαλιάρες και καταπίνουμε αστειάκια, αποδεικνύουμε κάθε μέρα ξανά και ξανά την αξία μας και μόλις διεκδικούμε ή μιλάμε ή ακουγόμαστε, μας λένε πως η έντασή μας, το «metοo» μας, οι απαιτήσεις μας για ισότητα και ελευθερίες είναι αχρείαστα. Η γαλήνη τους η ίδια είναι ένα κακό αστείο για μας, χωρίς εμάς, στα μούτρα μας.