Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Αχ, βρε παλιομισοφόρια: Πικρή ωδή στην ένδυση του lockdown

Πικρή ωδή στην ένδυση του lockdown, που βρήκε πλέον χαρακτηριστική ονομασία: «hate-wear» ή ένδυση μίσους και αυτολύπησης ή «μισοφόρια» ίσως στα ελληνικά.

Αχ, βρε παλιομισοφόρια: Πικρή ωδή στην ένδυση του lockdown



ΕΥΕΡΕΘΙΣΤΟΤΗΤΑ; ΤΣΕΚ.
Αρνητικές σκέψεις; Τσεκ. Δυσκολία συγκέντρωσης; Τσεκ. Παραμέληση εμφάνισης; Τσεκ. Τάσεις κοινωνικής απομόνωσης; Τσεκ. Ανεξήγητη κόπωση; Τσεκ. Διαρκής ανησυχία; Τσεκ. Χάσιμο χρόνου (κυριολεκτικά, τύπου «πότε νύχτωσε πάλι;»); Τσεκ. Διαταραχές ύπνου, όρεξης, σεξουαλικής διάθεσης; Τσεκ, τσεκ, τσεκ.


Τουλάχιστον δεν είμαι μόνο εγώ που τσεκάρω όλα σχεδόν τα κουτάκια της ήπιας κατάθλιψης σ' αυτό το διαρκές, διακεκομμένο έστω, καθεστώς κοινωνικής απομόνωσης. Οι περισσότεροι από τους φίλους και γνωστούς που επικοινωνούν μεταξύ τους –στο τηλέφωνο, σε chat, σε μηνύματα, καμιά φορά και διά ζώσης ακόμα, αν τύχει να συναντηθούν και αναγνωρίσει ο ένας τον άλλον στον δρόμο ή στην ουρά για το ταμείο του σούπερ-μάρκετ κατά τη «μεγάλη» καθημερινή έξοδο του «2» ή του «6»– κάνουν λόγο, βαριανασαίνοντας, για πήξιμο άνευ ορίων, για δυσθυμία, κατατονία, κατάθλιψη. Εξατομικευμένης μορφής – ο καθένας τη δική του και με τα δικά του συμπτώματα.

Οι αντοχές στερεύουν όσο να 'ναι. Ένας-ένας εγκαταλείπουμε τα προσχήματα και αφήνουμε τη διάθεσή μας να γίνει σαν τα ρούχα που κατά κανόνα φοράμε όλον αυτόν τον καιρό: άκομψα, φαρδιά, «αθλητικά», άνετα μέχρι αηδίας, ξεχειλωμένα, ό,τι να 'ναι.


Άλλος ξυπνά αχάραγα, χωρίς λόγο, την ίδια ακριβώς ώρα κάθε μέρα, άλλη δεν μπορεί να κοιμηθεί σερί πάνω από τρεις ώρες, άλλος έχει γίνει κάτι ανάμεσα σε ζόμπι και βαμπίρ, σέρνει τα βήματά του μέχρι το περίπτερο και μετά γυρνά σπίτι, περιμένοντας να πέσει το σκοτάδι και στη συνέχεια να ξεκινήσει η απαγόρευση κυκλοφορίας, που θα τον πάει άγρυπνο ως το ξημέρωμα. Τότε μόνο ίσως κάνει τον κόπο να σηκωθεί από το βολικό φέρετρο του καναπέ για να διανύσει την περιπετειώδη απόσταση (που μοιάζει τεράστια σε συνθήκες εγκλεισμού, όσο μικρό κι αν είναι το σπίτι) μέχρι την κρεβατοκάμαρα. Ο εξωτισμός και ο νεωτερισμός εκείνου του πρώτου lockdown αποτελούν μια μακρινή ανάμνηση.

Ναι, ξέρω, προβλήματα πρώτου κόσμου εν μέσω πανδημίας, δεν έχουν όλοι την «πολυτέλεια» της τηλεργασίας, κάποιοι έχασαν τις δουλειές τους, άλλοι είναι υποχρεωμένοι να τρέχουν εκεί έξω για τον επιούσιο, άλλοι έχουν να διαχειριστούν ανήλικα παιδιά, πολλοί απλώς δεν έχουν χρόνο για κατάθλιψη, ήπιας έστω μορφής. Ούτε και είναι σωστό να χρησιμοποιούμε κλινικούς όρους αλόγιστα.

Τραβάει, όμως, πολύ αυτή η συνθήκη φόβου, περιορισμού, ελέγχου και αβεβαιότητας, και οι αντοχές στερεύουν όσο να 'ναι. Ένας-ένας εγκαταλείπουμε τα προσχήματα και αφήνουμε τη διάθεσή μας να γίνει σαν τα ρούχα που κατά κανόνα φοράμε όλον αυτόν τον καιρό: άκομψα, φαρδιά, «αθλητικά», άνετα μέχρι αηδίας, ξεχειλωμένα, ό,τι να 'ναι.


Πριν από μερικές μέρες, άνοιξα ασκόπως την ντουλάπα με τα ρούχα και είδα παραταγμένα τα πουκάμισα. Πόσο καιρό έχω να φορέσω πουκάμισο, σκέφτηκα. Ακολούθως πέτυχα σ' ένα (ακόμη) άρθρο των «New York Times» για το «lifestyle» του lockdown τον όρο «hate-wear» αναφορικά με τη στολή παραίτησης της καραντίνας, η οποία ξέφυγε από τα όρια των τεσσάρων τοίχων και έχει επεκταθεί στον καθημερινό προαυλισμό των εσώκλειστων στα πέριξ της γειτονιάς. Ένδυση μίσους (για τον εαυτό μας) και αυτολύπησης, θα λέγαμε στα ελληνικά, ή «μισοφόρια» ίσως.

Δεν φοράμε αυτήν τη φόρμα, που έχουμε σιχαθεί να βλέπουμε να μας περιμένει όταν σηκωνόμαστε από το κρεβάτι και αναγνωρίζουμε πλέον κάθε σπιθαμή υφάσματος και κάθε μικρή τρύπα που μπορεί να έχει δημιουργηθεί από τη φθορά ή από κάποια καύτρα, επειδή είναι άνετη, αλλά από μαζοχισμό, επειδή μας κάνει να αισθανόμαστε άσχημα, ως οφείλουμε άλλωστε να νιώθουμε στην τρέχουσα συνθήκη.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.