Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ο Δήμος Θέος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Ένας από τους σημαντικότερους πρωτοπόρους του ελληνικού κινηματογράφου. Με το «Κιέριον» βραβεύτηκε το 1968 στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας

Ο Δήμος Θέος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Κατέβηκα στην πρωτεύουσα από την Καρδίτσα στα 18 μου για να βρω την τύχη μου. Άλλαξα διάφορα σπίτια. Στο Παγκράτι έζησα το πιο πολύ, ώσπου εγκαταστάθηκα οριστικά σε αυτήν εδώ την παλιά μονοκατοικία στα Πευκάκια, απομεινάρι άλλης εποχής, ανάμεσα στις σύγχρονες πολυκατοικίες. Ο κήπος θέλει διαρκώς φροντίδα, το σπίτι μαστορέματα, ο φράχτης ενίσχυση γιατί κυκλοφορούν διαρρήκτες, όμως δεν το δίνω αντιπαροχή με τίποτα – αν θέλει, ας το κάνει ο γιος μου!

 
Ξεκίνησα, που λες, να βγάζω το ψωμί μου με χειρωνακτικές δουλειές, βάψιμο, σκάψιμο, οικοδομή – μέχρι υπάλληλος Δασαρχείου στην Καισαριανή εργάστηκα. Κάποια στιγμή βρέθηκα να βάφω σκηνικά στο Ακροπόλ για την ταινία Έγκλημα στο Κολωνάκι και από τότε «κόλλησα» με το σινεμά. Ήμουν ήδη βοηθός σκηνοθέτη όταν έκανα με τον Φώτο Λαμπρινό τις Εκατό Ώρες του Μάη, ένα ντοκιμαντέρ για τη δολοφονία του Λαμπράκη (1963).

Απαγορευμένο χρόνια στην Ελλάδα, προβλήθηκε στο Φεστιβάλ της Τουρ το 1968 και γνώρισε θερμή υποδοχή σε μια Γαλλία που τον ίδιο καιρό γνώριζε έντονες πολιτικές αναταραχές. Πολλά άρθρα και στοιχεία που παρουσιάζονται στην ταινία τα είχα ο ίδιος βρει στα αρχεία του BBC.
 
Το Κιέριον ήταν πράγματι η πρώτη ελληνική πολιτική ταινία. Φιλμ νουάρ, αναφερόταν στη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ το '48 από παρακρατικούς. Οι περισσότεροι ηθοποιοί ήταν ή έγιναν έπειτα σκηνοθέτες: ο Κώστας Φέρρης (με τον οποίο συνεργαστήκαμε συχνά και αναπτύξαμε ιδιαίτερη φιλία), ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Κώστας Σφήκας, ο Σταύρος Τορνές, η Τώνια Μαρκετάκη, ο Κυριάκος Κατζουράκης, ο Γιώργος Κατακουζηνός...

Είμαι σωκρατικός, παλεύω για τους θεσμούς, αλλά επειδή είμαι και κοπρίτης, δεν θέλω να σχετίζομαι μαζί τους

Προτού όμως την ολοκληρώσω ήρθε η χούντα κι εγώ έφυγα στην Αγγλία. Εκεί την πρόβαλα μονταρισμένη, κι ενώ ήταν απαγορευμένη εδώ. Την πήγα και στη Βενετία το '68, όπου απέσπασε την εύσημο μνεία. Την τελείωσα επιστρέφοντας το '74 και παίχτηκε στο 15ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου και βραβεύτηκε, με κοινό και κριτικούς να χειροκροτούν.

Επόμενες ταινίες μου που προβλήθηκαν εκεί συνάντησαν βέβαια πολλές αντιδράσεις, βρήκα απέναντί μου από δεξιούς και παρεκκλησιαστικούς μέχρι σταλινικούς – χρησιμοποιούσα, βλέπεις, μια γλώσσα που ελάχιστοι πια αντιλαμβάνονταν, βρίσκανε το έργο μου «πολύ εγκεφαλικό» κι άλλες τέτοιες αηδίες.
 
Είχα οργανωθεί στην ΕΔΑ, όπως πολλοί της γενιάς μου. Υπήρξα και γενικός γραμματέας της Ένωσης Τεχνικών Ελληνικού Κινηματογράφου (ΕΤΕΚ). Ήταν μια εποχή έντονης πολιτικής ρευστότητας κι αναζητήσεων. Εγώ ήμουν μεν αριστερός πλην πνεύμα φιλελεύθερο, απεχθανόμουν τους δογματισμούς. Ακολούθησα, λοιπόν, τη δική μου ρότα, κρατώντας αποστάσεις από όλα τα σχήματα, γιατί ανδρώθηκα στα βρόμικα χρόνια του Εμφυλίου που σημάδεψαν τα γραπτά και τις ταινίες μου. Μαζί με τον αδελφό μου, τον συγγραφέα Γιάννη Γεράση, πιάσαμε να ανακαλύψουμε το παγανιστικό παρελθόν αυτής της χώρας μέσα από έρευνες, διαβάσματα και συναναστροφές.
 

Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

 
Είμαι σωκρατικός, παλεύω για τους θεσμούς, αλλά επειδή είμαι και κοπρίτης, δεν θέλω να σχετίζομαι μαζί τους. Ποτέ δεν χρησιμοποίησα υψηλές γνωριμίες και «πλάτες», αντίθετα συγκρούστηκα με διάφορα λόμπι. Είμαι άθρησκος κι επίσης πατριώτης με την έννοια όμως της ελληνικότητας, όχι κάνας εθνικόφρονας δεξιάς ή αριστερής απόκλισης.

Η ελληνικότητα αυτή σχετίζεται με το τρίπτυχο Ανυπακοή (Προμηθέας, Αντιγόνη), Εγκλεισμός (ο αναστοχασμός πάνω στην ανθρώπινη συνθήκη όπως την όρισε ο μέγας Επίκτητος, που υπήρξε κιόλας ο πρώτος καταστασιακός φιλόσοφος) και τέλος Εκτέλεση, που είναι η προσπάθεια αλλαγής του συστήματος και του πολιτιστικού μας προτύπου. Πιστεύω, εντούτοις, στην ιδανική σκέψη, όχι στην ιδανική κοινωνία.
 

 Προσπάθησα δύο φορές να «δραπετεύσω» από πράγματα και καταστάσεις, αρχικά όταν έφυγα στο εξωτερικό το '73, ύστερα σαν άνοιξα το βιβλιοπωλείο «Ο Δικός σας Τιπούκειτος» στην Ηφαίστου (1978). Διέθετα βιβλία πολιτικά, αναρχικά κατά βάση κι επίσης μουσικά, ποπ, ροκ, τέτοια. Άκουγα, εξάλλου, κι ακόμα ακούω ροκ, ειδικά τους Doors του μεγάλου Τζιμ Μόρισον! Ακριβά όμως τα νοίκια, πολλές οι ευθύνες και οι απαιτήσεις, εν τέλει μια δεκαετία μετά το έκλεισα.

Ναι, ακόμα θέλω να το βάλω στα πόδια, να εξαφανιστώ, ει δυνατόν, και να ασχολούμαι μόνο με τα βιβλία, τα διαβάσματα και το αρχείο μου... Αλλά έλα που οι απαιτήσεις της καθημερινότητας αυξάνονται διαρκώς, μας παίρνουν σβάρνα οι ώρες και δεν προλαβαίνουμε να πάρουμε ανάσα.
 

Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO
 
 


 
Είμαι δρομέας, περπατώ πολύ και μου αρέσει να κυκλοφορώ στο κέντρο. Η πλατεία Κοραή, η Ακαδημίας με τα νεοκλασικά κτίρια, τα βιβλιοπωλεία και την αρχοντιά της, καθώς και το παραδοσιακό εστιατόριο Κεντρικόν στην Κολοκοτρώνη είναι οι αγαπημένοι μου προορισμοί.

Εξάρχεια δεν πλησιάζω πια, έγιναν μια μπερδεμένη ιστορία. Τα παράδοξα και τα άσχημα που συναντώ στην πόλη τα αντιπαρέρχομαι με χιούμορ και σαρκασμό. Μόνο να έλειπε όλη αυτή η εγκατάλειψη, η βρομιά και τα λουκέτα σε κάθε δεύτερο μαγαζί. Με πληγώνουν αυτά.
 
Περισσότερο απ' όλαμε ικανοποιεί να μπορώ να συγκεντρώνομαι και να δουλεύω απρόσκοπτα. Ο πατέρας μου έφτιαχνε κάρα μια ζωή κι εγώ συχνά με πιάνω να σκέφτομαι πώς να περάσω ένα σιδερένιο στεφάνι σε μια ξύλινη ρόδα. Κάνω διάφορους υπολογισμούς και μετρήσεις με πρωτόγονα, συνήθως, μέσα ώσπου να το πετύχω. Είναι ο δικός μου διαλογισμός.