Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Η Ελένη Ψυχούλη αφηγείται τη ζωή της στη LIFO

Δημοσιογράφος, γευσιγνώστρια. Γεννήθηκε στον Βόλο, ζει στα Ιλίσια. Πιστεύει ότι αν δεν εκτιμήσεις τη φέτα που έτρωγες στο χωριό σου, είσαι άνθρωπος χωρίς μέλλον.

Η Ελένη Ψυχούλη αφηγείται τη ζωή της στη LIFO

Mεγάλωσα στον Βόλο, που στη δεκαετία του '70 ήταν μια εσωστρεφής, καρυωτακική πόλη που έπασχε από βαριά κατάθλιψη. Από 'κείνα τα χρόνια έχει κολλήσει πάνω μου η εμμονή με τον Καρυωτάκη και μια τάση για σκοτεινιά που καθημερινά καταδιώκω με υπερβολικές δόσεις ζωής.

• Η παιδική μου ηλικία δεν ήταν ποτέ αθώα και ακόμη λιγότερο ξένοιαστη. Από τα 5 μου βίωνα τον αγώνα δρόμου της πρωτιάς, να είμαι η καλή. Στα γαλλικά, στο πιάνο, στο σχολείο, στα μάτια μιας ασφυκτικής κοινωνίας. Γι' αυτό και από τα 18 το μοναδικό αξίωμα στη ζωή μου είναι το «φεύγα» μιας απόλυτης ανεξαρτησίας. Οι σπουδές εκείνα τα χρόνια ήταν το μοναδικό νόμιμο διαβατήριο για τον πλανήτη της ελευθερίας. Η γαλλική φιλολογία ήταν η δική μου δικαιολογία για να ζήσω επιτέλους όπως ήθελα, μόνη στην πρωτεύουσα.

Η ζωή μου δεν θα ήταν αυτή που είναι σήμερα εάν ένα βράδυ, εκεί, o Στάθης Τσαγκαρουσιάνος δεν μου είχε ζητήσει ν' αναλάβω τη στήλη φαγητού «Πείνα» στο «Symbol», μια στήλη που μου αποκάλυψε ότι μπορώ να γράψω - κάτι που αγνοούσα παντελώς ως τότε. Πιστεύω ότι τα γαστρονομικά περιοδικά επιτελούν θεάρεστο έργο κι έχουν ευαισθητοποιήσει πολύ ένα κοινό που είχε χάσει την παράδοσή του και δεν γνώριζε ότι αυτή η χώρα είναι ένας γαστρονομικός παράδεισος την οποία αγνόησε επιδεικτικά το ξενόφερτο, μεταπολεμικό λάιφ-στάιλ.

• Από τα δεκαοχτώ μέχρι τα τριάντα ένα μου έζησα μόνο λευκές νύχτες, στη δίνη της παράνοιας και της εμμονής των πάρτι που χαρακτήριζε κάθε ανήσυχο άνθρωπο των '80s. Ωστόσο, πιστεύω ότι η ζωή μου ίσως να μην ήταν η ίδια αν στα δεκαοχτώ μου δεν είχα συναντήσει τον Takis, τον Μίνω Αργυράκη, τον Χατζιδάκι. Τα δεκαέξι χρόνια καριέρας δίπλα στον Takis ήταν τα δικά μου ΛΟΚ. Αφού το πέρασα κι αυτό, τίποτα δεν θα μπορούσε μετά να με τρομάξει ή να με καταβάλει.

• Η μετάφραση, στην οποία εργάστηκα για ένα διάστημα, ήταν η ανάπαυσή μου ανάμεσα σε δυο απαιτητικές καριέρες. Ωστόσο, δεν θα μπορούσα να μείνω εκεί. Δεν είμαι αρκετά ιδεαλίστρια για να δουλεύω για πενταροδεκάρες. Οι μεταφραστές στην Ελλάδα είναι ή ήρωες ή γιόγκι.

• Τα '80s τα έζησα εξολοκλήρου στο Παρίσι. Ήταν το απόλυτο vivere pericolosamente, είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Η απόλυτη άγνοια κινδύνου, όλα για το κλάμπινγκ. Όσο κι αν αυτό ακούγεται ειδυλλιακό, στο βάθος τα '80s ήταν μια σκληρή, εγωιστική εποχή. Στο τέλος την πληρώσαμε με πολλές ξαφνικές απώλειες, όταν το AIDS ήρθε να διακόψει το ξεσάλωμα. Έχω, ωστόσο, βαρεθεί ν' ακούω για το πόσο καλή ήταν η νύχτα στα '80s, ακόμη και στην Αθήνα.

Νομίζω ότι η χαρά αυτής της δεκαετίας είναι λίγο υπερτιμημένη. Άφησε ιστορία, ίσως γιατί τότε δημιουργήθηκαν τα πρώτα μεγάλα κλαμπ, ίσως γιατί η διασκέδαση είχε τα δικά της χαρακώματα, ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με την πρωτοπορία της μόδας, της τέχνης και της μουσικής. Είχε άποψη. Δεν είχε ακόμη προκύψει η σούπα του mainstream που σάρωσε την έμπνευση. Είχε όμως και τουπέ, είχε και εγωκεντρισμό, είχε και σνομπ, είχε και σκληρότητα. Κι έπειτα, τότε υπήρχαν μόνο λίγα, αλλά ιστορικά μαγαζιά. Σήμερα, η εναλλακτική κουλτούρα είναι σκορπισμένη σε χιλιάδες μικρά μαγαζιά. Ε, στη σούμα, κάπου στα ίδια είμαστε.

• Η προσωπική μας ζωή εκείνη την εποχή ήταν μια καθαρή σύμπτωση. Στην ουσία, ούτε σπίτια δεν είχαμε. Αφήναμε τις τυχαίες συναντήσεις να καθορίσουν το πού θα κοιμηθούμε, με ποιον θα ξενυχτίσουμε. Όμως, από κείνες τις πολλαπλές συναντήσεις, στα επόμενα χρόνια προέκυψαν τρομερές καριέρες.

Η νεότερη γενιά των εντύπων, της δημοσιογραφίας, της τέχνης και της μόδας στην Αθήνα είναι επί της ουσίας μια ευρύτερη παρέα που προέκυψε στο Αεροδρόμιο, στο Άτομο και στο Εργοστάσιο. Μαμάδες, αφήστε τα παιδιά σας να ξενυχτάνε. Τα κλαμπ δεν είναι χάσιμο χρόνου. Είναι επένδυση. Ιδέες που θα προκύψουν αργότερα. Δημόσιες σχέσεις. Εξασφαλισμένη επαγγελματική επιτυχία.

Χτες μαγείρεψα γεμιστά. Το φαγητό της μαμάς είναι το μόνο που μπορεί να γαληνέψει την ψυχή σου στους δύσκολους καιρούς που περνάμε. Φωτο: Photoharrie / LIFO

• Το Bee, το μπαρ που άνοιξα με δυο φίλους το 1998, ήταν το πρώτο μαγαζί που έβγαλε την γκέι κοινότητα από τα κλειστά, πριβέ μαγαζιά. Κι ένα από τα πρώτα μαγαζιά στου Ψυρρή, όπου, ευτυχώς, όλοι τότε εναποθέσαμε τις ελπίδες μας για ένα καλύτερο μέλλον της αθηναϊκής νύχτας. Η ζωή μου δεν θα ήταν αυτή που είναι σήμερα εάν ένα βράδυ, εκεί, o Στάθης Τσαγκαρουσιάνος δεν μου είχε ζητήσει ν' αναλάβω τη στήλη φαγητού «Πείνα» στο «Symbol», μια στήλη που μου αποκάλυψε ότι μπορώ να γράψω - κάτι που αγνοούσα παντελώς ως τότε.

Πιστεύω ότι τα γαστρονομικά περιοδικά επιτελούν θεάρεστο έργο κι έχουν ευαισθητοποιήσει πολύ ένα κοινό που είχε χάσει την παράδοσή του, ντρεπόταν για τα γεμιστά της μαμάς του και δεν γνώριζε ότι αυτή η χώρα είναι ένας γαστρονομικός παράδεισος την οποία αγνόησε επιδεικτικά το ξενόφερτο, μεταπολεμικό λάιφ-στάιλ. Αν δεν εκτιμήσεις τη φέτα που έτρωγες στο χωριό σου, είσαι άνθρωπος χωρίς ιστορία και χωρίς μέλλον.

• Τα ταξίδια δεν είναι οι άγνωστοι τόποι που συναντάμε, αλλά κομμάτια του εαυτού μας που συναντάμε στους άγνωστους τόπους και ταυτιζόμαστε μαζί τους. Όταν πρωτοπήγα στο Μαρόκο, κατάλαβα ότι σ' αυτήν τη ζωή δεν θα είμαι ποτέ πια μόνη. Ο αραβικός κόσμος είναι το μεγάλο μου πάθος, η απαντοχή μου. Έσκυψα πάνω του από τη δεκαετία του '80, όταν κατάλαβα ότι η Δύση εσκεμμένα παρουσιάζει μια λανθασμένη εικόνα γι' αυτόν, αυτήν που ταυτίζεται με τα δόλια συμφέροντά της.

• Όταν λέω ότι μαθαίνω τουρκικά, πολλοί στραβομουτσουνιάζουν, λες και συμμάχησα με τον εχθρό. Από την άλλη, θεωρούν όλοι φυσικό το να μιλούν αγγλικά και να ψωνίζουν γερμανικά σαλάμια. Η άγνοια είναι απίστευτη. Η γλώσσα μας περιέχει περίπου ένα 50% τουρκικές λέξεις και υπάρχει κόσμος που ταυτίζει τους Άραβες με τους Τούρκους, οι οποίοι είναι προαιώνιοι εχθροί. Αυτό με σοκάρει. Η άγνοια και η προκατάληψη δεν προμηνύουν κανένα καλύτερο μέλλον.

• Χτες μαγείρεψα γεμιστά. Το φαγητό της μαμάς είναι το μόνο που μπορεί να γαληνέψει την ψυχή σου στους δύσκολους καιρούς που περνάμε.

• Τον τελευταίο καιρό κεντάω μετά μανίας. Η σταυροβελονιά αδειάζει το μυαλό μου, το κάνει να γεννά μόνο καλές σκέψεις, βάζει τάξη στα προβλήματα της καθημερινότητας. Το επόμενο πλάνο μου είναι να συμφιλιώσω τα σεμεδάκια της μαμάς με τη μίνιμαλ αισθητική στην καινούργια σειρά με είδη σπιτιού που ετοιμάζω.

• Η Αθήνα έχει χάσει την ευγένειά της, το αστικό της παρελθόν, τον αυθορμητισμό της. Το λογοτεχνικό της παρελθόν, την ποίηση και την κουλτούρα της. Έγινε μια γκρινιάρα μικροαστή που ποζάρει χωρίς λόγο και νοιάζεται μόνο που δεν της περισσεύουν λεφτά να ψωνίσει.

• Μου προκαλεί θλίψη ο επαναστατημένος του Συντάγματος που είναι εκεί γιατί από τρία αυτοκίνητα έμεινε μόνο με ένα. Θλίβομαι με τον απολυμένο συνάδελφο που διατυμπανίζει πως «εγώ δημοσιογράφος γεννήθηκα και δημοσιογράφος θα πεθάνω». Θλίβομαι που ο Έλληνας έχει χάσει από μέσα του τον Οδυσσέα, το δαιμόνιο του κάθε Ωνάση, το μεγαλείο των ξυπόλυτων προσφύγων που έχτισαν τη νέα Ελλάδα. Κι όμως, είμαι σίγουρη ότι αυτός ο ίδιος κακομαθημένος σε λίγο θα ξαναχτίσει το επόμενο μεγαλείο. Είμαστε παράξενη ράτσα.

• Αυτά που θα έδειχνα σε έναν ξένο είναι η λαϊκή της γειτονιάς μου, η Mad Max διαδρομή από τον Πειραιά στο Πέραμα, η γειτονιά κάτω από το Σύνταγμα, το τέρμα της Αναγνωστοπούλου στην πλατεία Βραζιλίας και όλη η περιοχή γύρω από τη Μονή Πετράκη στο Κολωνάκι.