Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Feyrouz: «Το φαγητό μού δίνει χαρά. Μεγάλωσα τρία παιδιά χωρίς να φάνε ούτε μία τυρόπιτα έξω»

Η Feyrouz-Ελένη Κιλτσικσή γεννήθηκε στην Αντιόχεια και μένει στου Ζωγράφου. Μόλις άνοιξε το δεύτερο μαγαζί της στο Μοναστηράκι, ακριβώς δίπλα στο πρώτο, όπου φτιάχνει υπέροχα ανατολίτικα γλυκά.

Η μαγείρισσα Feyrouz αφηγείται τη ζωή της στη LiFO

Γεννήθηκα στην Αντιόχεια, σε ένα μικρό χωριό, τη Σαμάλτα, τρίτη κόρη μιας χριστιανικής οικογένειας. Ο πατέρας μου ήταν ψάλτης και όταν ήμουν 40 ημερών η τύχη μου άνοιξε γιατί τον έστειλαν στην Αλεξανδρέττα, έτσι μεγάλωσα εκεί. Μετά οι γονείς μου έκαναν άλλα δύο παιδιά, αγόρια. Κάθε Κυριακή πηγαίναμε στην εκκλησία και μετά γυρνάγαμε στο σπίτι, μια μικρή γκαρσονιέρα, όπου ερχόταν πολύς κόσμος και τρώγαμε και γλεντάγαμε. Συνέχεια είχαμε πάρα πολύ κόσμο. Ο πατέρας μου, εκτός από ψάλτης, ήταν και διερμηνέας και τραγουδιστής και σε κάθε γλέντι αυτός τραγούδαγε κι εγώ έπαιζα τουμπερλέκι.

• Ήμασταν φτωχοί ‒μια οικογένεια με πέντε παιδιά, με τον πατέρα μόνο να εργάζεται‒, αλλά είχα μια πολύ ωραία παιδική ηλικία, ήμασταν ευτυχισμένοι. Σήμερα δίνεις σε ένα παιδί ένα παιχνίδι και σου λέει «τι είναι αυτό το πράγμα;». Την πρώτη μου κούκλα την έφτιαξε η αδερφή μου με κάτι ξύλα και ήμουν τόσο χαρούμενη που δεν κοιμήθηκα όλη τη νύχτα. «Έχω την κούκλα μου», της έλεγα, «θα κοιμηθώ με αυτήν». Έχω κοιμηθεί και με τα παπούτσια από τη χαρά μου. Τώρα βλέπεις ένα παιδί που έχει δέκα ζευγάρια και δεν είναι ευχαριστημένο.

• Μέχρι να γίνω εννέα χρονών σκεφτόμουν συνέχεια πώς να μπορέσω να βοηθήσω τον μπαμπά, έτσι, όταν ήμουν ακόμα στο Δημοτικό, άρχισα να δουλεύω. Γνωρίσαμε ένα ζευγάρι –Έλληνες από τη Θεσσαλονίκη‒ το οποίο ερχόταν στην εκκλησία, την κυρία Δέσποινα και τον κύριο Στέφανο, και αυτός, που είχε πολύ καλή σχέση με τον πατέρα μου, τον πήρε μαζί του για δουλειά. Έβαζε κλιματιστικά σε ένα μεγάλο εργοστάσιο. Η κυρία Δέσποινα έφτιαχνε ρούχα και με πήρε κοντά της για να μάθω να ράβω. Τότε ήταν ντροπή μια κοπέλα να πάει να δουλέψει στο εργοστάσιο ή σε ένα μαγαζί, μεγάλη ντροπή, ειδικά για τον πατέρα μου που ήταν ψάλτης και ήξεραν όλοι ότι είναι Ρωμιός. Θα του έλεγαν ότι δεν είναι άξιος να μεγαλώσει τα παιδιά του και τα στέλνει και δουλεύουν.

Η κυρία Δέσποινα με έβαζε να ράβω, αλλά εγώ πήγαινα στην κουζίνα για να δω τι κάνει και την παρακολουθούσα να μαγειρεύει. Κάθε Τετάρτη πήγαινε να παίξει χαρτιά και με άφηνε μόνη μου να κάνω δουλειά. Μια μέρα, μόλις έφυγε, μπήκα στην κουζίνα και έφτιαξα ένα ρεβανί. Την έβλεπα να το φτιάχνει από μακριά, πώς έβαζε το γιαούρτι, τη ζάχαρη. Τα υπόλοιπα υλικά τα έβαλα μόνη μου, από το μυαλό των έντεκα χρόνων μου. Κάνω το ρεβανί, το αφήνω στον φούρνο και πάω στο σπίτι μου το βράδυ, πριν επιστρέψει εκείνη. Όταν ήρθε ο άντρας της και μπήκε στην κουζίνα και έφαγε το ρεβανί νόμιζε ότι το έφτιαξε η γυναίκα του. Τόσο πολύ άρεσε σε όλους αυτό το ρεβανί που έφτιαξα με τη φαντασία μου.

Δεν μπορώ να μαγειρέψω χωρίς να ακούω τραγούδια. Και χορεύω, δεν με πειράζει η μουσική. Μπορεί να μου είναι πολύ δύσκολο να καθαρίσω ένα σπίτι, να σιδερώσω, αλλά το μαγείρεμα δεν το βαριέμαι ποτέ. Μπορεί σε δύο ώρες να μαγειρέψω για 40 άτομα. Όταν έχω τα υλικά μου και μπω στην κουζίνα, εκείνη την ώρα μού έρχεται τι θα μαγειρέψω. Δεν έχω ποτέ συνταγή.

Τότε η κυρία Δέσποινα με κάλεσε και μου είπε: «Παιδί μου, δεν σε βλέπω να θέλεις να ράβεις, εσύ θέλεις να μαγειρέψεις, θες να σε μάθω μερικά πράγματα;». Η μόνη καλή μαγείρισσα στην οικογένεια ήταν η γιαγιά μου, από εκείνη άρχισα να αναρωτιέμαι πώς φτιάχνεται το καλό φαγητό. Πήγαινα μαζί της στην κουζίνα και την βοηθούσα. Ξαφνικά, φεύγει η κυρία Δέσποινα για την Ελλάδα και μένω στα 14 χωρίς δουλειά, αλλά πρόλαβε και μου έμαθε πάρα πολλά, να φτιάχνω γλυκά, μαρμελάδες και τουρσιά.

• Υπήρχε τότε ένας φίλος του μπαμπά μου που είχε ένα εργοστάσιο με φίλτρα, έτσι αποφασίσαμε με την αδερφή μου την Καίτη, τη μεσαία, να πάμε να δουλέψουμε εκεί. Έπρεπε όμως να πείσουμε τον μπαμπά μας να μας δώσει την άδεια. Του είπαμε «θέλουμε να πάμε να δουλέψουμε για να είναι η ζωή μας πιο ωραία» κι εκείνος άρχισε να κλαίει. Σκεφτόταν τι θα έλεγε ο κόσμος που ερχόταν κάθε μέρα στο σπίτι μας.

Τέλος πάντων, τον πείσαμε να δουλέψουμε και εκεί άρχισε στην ουσία η ζωή μου, τα πιο ωραία χρόνια, από το '73, που έπιασα δουλειά στο εργοστάσιο, μέχρι το '82, που παντρεύτηκα. Παίρναμε ό,τι θέλαμε, πήραμε σαλόνι για το σπίτι, αμάξι, ρούχα στη μάνα μας. Ήταν χαρά μας. Η μάνα μας ήταν σε όλα της εντάξει, πάρα πολύ καλή, αλλά δεν μαγείρευε. Ερχόμουν στο σπίτι και δεν είχε φαΐ. Εκείνη πρόσεχε τον Αϊ-Γιώργη, την εκκλησία εκεί, και φύτευε μελιτζάνες και ντομάτες, έτσι έπρεπε να μαγειρέψω πάντα μετά τη δουλειά. Μαγείρευα και σε όλα τα τραπέζια που κάναμε κι αυτό με έκανε να αγαπήσω τη μαγειρική.

Το εξώφυλλο του τεύχους μας

• Το 1982 παντρεύτηκα με προξενιό. Ωραίο προξενιό. Ο σύζυγός μου ήτανε ψάλτης, είχε μεγαλώσει στο Πατριαρχείο, στην Κωνσταντινούπολη, από 12 χρονών. Ήρθε, με είδε και ήθελε αμέσως να με παντρευτεί. Εγώ είπα «δεν θέλω τώρα», παρότι ήμουν ήδη μεγάλη, 19 χρονών ‒ τα κορίτσια στα μέρη μας τα πάντρευαν στα 16-17. Τέλος πάντων, ο Σάββας ήρθε Μεγάλη Παρασκευή και έψαλε στην εκκλησία στα ελληνικά, εγώ έψαλα στα αραβικά, Πάσχα τον αρραβωνιάστηκα και την Κυριακή του Θωμά τον παντρεύτηκα. Σε τρεις μέρες είχα φύγει από τη μαμά μου για πρώτη φορά. Να φανταστείς δεν είχα δει τίποτα παραέξω, δεν ήξερα ούτε τι είναι η Κωνσταντινούπολη. Ήταν πολύ δύσκολο για μένα να φύγω από τους δικούς μου, αλλά, δόξα να έχει ο Θεός, όλα πήγαν δεξιά, πολύ καλά.

• Ερχόμαστε με τον σύζυγό μου στην Αθήνα, μένω χωρίς δουλειά για περίπου έναν χρόνο, αλλά στο μεταξύ έκανα το πρώτο μου παιδί. Ήμουν ένας άνθρωπος που δεν μπορούσε να ζητήσει από κανέναν ούτε μια δραχμή, ήταν πολύ δύσκολο να μην έχω δικά μου λεφτά. Γνώρισα όμως μια κυρία Κύπρια, κομμώτρια, που έγινε κουμπάρα μου, βάφτισε τον Ανδρέα, και με βοήθησε να βρω σπίτια για να μαγειρεύω. Έκανα ταυτόχρονα και αποτρίχωση, δύο δουλειές μαζί, και σε λίγο έπιασα δουλειά και στον Λαλαούνη, στο χρυσοχοείο. Ο συγχωρεμένος ήταν πάρα πολύ καλός άνθρωπος, και ο ίδιος και τα παιδιά του, έτσι δούλευα εκεί μέχρι το απόγευμα και το βράδυ πήγαινα στη Νέα Ερυθραία και στην Κηφισιά και έκανα τραπέζια σε σπίτια.

Στο μεταξύ, είχα και ένα μαγαζί όπου πήγαινα μέσα στην εβδομάδα και βοήθαγα και δούλευα εξτρά και στα ξενοδοχεία όπου ήταν μάγειρες ο γαμπρός μου και η αδερφή μου. Ο άντρας μου δούλευε στο Χίλτον, αλλά δεν μπορούσε να με πάρει εκεί, γιατί απαγορευόταν να δουλεύουν και οι σύζυγοι. Την Πρωτοχρονιά του 2013 είχα πάει σε ένα τραπέζι για είκοσι άτομα ‒ με έβαλαν να μαγειρέψω για σαράντα και μου έδωσαν τα ίδια λεφτά. Είχα πολύ κουραστεί, δεν πήγαινε άλλο, και μόλις γύρισα στο σπίτι είπα του γιου μου: «Ανδρέα, πρέπει κάτι να κάνουμε, δικό μας, κι ας είναι μικρό, όσο πιο μικρό, τόσο το καλύτερο». Έτσι το παιδί μου πήρε την απόφαση και φτιάξαμε πριν από πέντε χρόνια τη Feyrouz.

Η ζωή με έχει μάθει να είμαι αγαπημένη με όλο τον κόσμο, να μη λέω ψέματα σε κανέναν και να δίνω αγάπη και χαμόγελο. Να είμαι ευχαριστημένη με αυτό που έχω και να μη ζητάω τίποτα παραπάνω. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LifO

• Έφτιαξα λαχματζούν, που είναι το αγαπημένο μου φαγητό, ζαάταρ, που το έφτιαχνα για τα παιδιά μου, και τη σούπα μαχλούτα, που δεν υπήρχε περίπτωση να μην την κάνω δύο φορές την εβδομάδα. Επειδή Τετάρτη και Παρασκευή δεν τρώμε στο σπίτι κρέας, νηστεύουμε, έφτιαχνα φακές.

• Το φαγητό μού δίνει χαρά. Μεγάλωσα τρία παιδιά χωρίς να φάνε ούτε μία τυρόπιτα έξω. Δούλευα πολύ, αλλά ποτέ δεν τους έλειψε το φαγητό. Τον χειμώνα, κάθε Κυριακή, έχω τραπέζι στο σπίτι. Δουλεύω έξι μέρες την εβδομάδα, αλλά την Κυριακή μου θέλω να την περάσω με τα παιδιά μου και να φάμε μαζί, με τις κοπελιές τους, με την αδερφή μου, δεν με κουράζει αυτό το πράγμα. Δεν μπορώ να φάω έξω, μεγαλώσαμε φτωχοί και δεν την είχαμε αυτή την άνεση. Προτιμάω να μαγειρεύω. Πάμε, όμως, καμιά φορά με τον σύζυγό μου για κανένα ψαράκι, να πιούμε και κανένα ουζάκι.

• Η Αθήνα είναι παράδεισος. Όταν παντρεύτηκα και ήρθα εδώ, έκλαιγα τρεις μήνες. Ο άντρας μου πήγαινε στη δουλειά κι εγώ έμενα μόνη στο σπίτι. Τον ρωτούσα: «γιατί ήρθα εδώ;». Δεν είχα παρέα, δεν ήξερα και καλά τα ελληνικά, μόνο μερικές φράσεις και λίγα τραγούδια και έκλαιγα συνέχεια, μέχρι που έκανα εμετό. Ξαφνικά, μια μέρα σταμάτησα, δεν ήθελα να ξανακλάψω, κι έμαθα ότι ήμουν έγκυος. Τότε άλλαξε και η στάση μου απέναντι στην Αθήνα. Γέννησα τον γιο μου κι άρχισε να μου αρέσει.

Σε έναν χρόνο πήγαμε διακοπές κι εκεί, σε ένα πολύ όμορφο μέρος, ένα χωριό, κατάλαβα ότι δεν την άλλαζα την Αθήνα. Με ρώτησαν «θα ήθελες να μείνεις εδώ;» και λέω «τι λέτε, ρε παιδιά, η Αθήνα είναι παράδεισος. Κάνω έτσι κι ανάβω τον θερμοσίφωνα, εδώ πρέπει να ανάβεις τα καζάνια». Στην Τουρκία τώρα δεν είναι τόσο καλά όσο στην Αθήνα. Έχουμε γνωστούς που ζουν στην Τουρκία, πάω και πέντε φορές τον χρόνο και από αυτά που βλέπω δεν θα μπορούσα να ζήσω εκεί.

Είναι λίγα αυτά που με πειράζουν εδώ, έχουμε ελευθερία, ενώ εκεί δεν είναι και τόσο ελεύθερα τα πράγματα. Ξέρεις τι είναι να μεγαλώνεις σε ένα περιβάλλον όπου δεν μπορείς να κάνεις τον σταυρό σου; Κάναμε την κίνηση με το κεφάλι όποτε περνάγαμε έξω από εκκλησία. Τώρα δεν είναι έτσι, έχουν σπουδάσει όλοι και καταλαβαίνουν, είναι πιο καλά τα πράγματα, αλλά εδώ είναι καλύτερα.

• Στην Αθήνα μου αρέσει να παίρνω το πρωί το καροτσάκι μου και να πηγαίνω στη λαϊκή, να αγοράζω αυτά που θέλω εγώ, να λέω σε όλους «καλημέρα». Ήθελα να ανοίξω μαγαζί στο Μοναστηράκι για να είμαι κοντά στην αγορά και χαίρομαι που τώρα τους ξέρω όλους. Όλα τα υλικά τα ψωνίζω μόνη μου, τα διαλέγω, γιατί αν δεν έχεις τον έλεγχο, χάνεις τα πάντα. Το μεγάλο μου πρόβλημα είναι που ο σύζυγός μου συνεχώς παραπονιέται «όλο λείπεις κι όλο τρέχεις», αν αφήσεις όμως τη δουλειά σου σε αφήνει κι εκείνη.

• Το μαγαζί το καθαρίζω μόνη μου και θα το καθαρίζω πάντα, όσο μπορώ, κι ας με σχολιάζουν στη γειτονιά. Όταν καθαρίζεις φεύγουν όλα, μέσα-έξω, και από την ψυχή σου. Ρίχνω το νερό μου για να έρθει ξανά ο κόσμος, βάζω το λιβάνι μου, αυτό είναι χαρά μου, και λέω στον γιο μου: «Να πάρεις μια μαγείρισσα, θα την έχω δίπλα μου, αλλά την καθαριότητα θα την έχω εγώ».

Στο μαγαζί με τα γλυκά έχουμε κιουνεφέ και μπακλαβά, ασουρέ, σεκέρ παρέ, ρυζόγαλο και καζάν ντιμπί. Όλα τα γλυκά μας είναι χειροποίητα, δεν έχουμε τίποτα έτοιμα απ' έξω. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LifO

• Δεν μπορώ να μαγειρέψω χωρίς να ακούω τραγούδια. Και χορεύω, δεν με πειράζει η μουσική. Μπορεί να μου είναι πολύ δύσκολο να καθαρίσω ένα σπίτι, να σιδερώσω, αλλά το μαγείρεμα δεν το βαριέμαι ποτέ. Μπορεί σε δύο ώρες να μαγειρέψω για 40 άτομα. Όταν έχω τα υλικά μου και μπω στην κουζίνα, εκείνη την ώρα μού έρχεται τι θα μαγειρέψω. Δεν έχω ποτέ συνταγή. Αυτό ήταν το πρόβλημά μου όταν έφτιαξα το μαγαζί. Κάθε μέρα έφτιαχνα κάτι, ήταν πάρα πολύ ωραίο, αλλά όταν με ρώταγε ο γιος μου «μάνα πώς το έκανες;» δεν ήξερα να του πω.

Τότε μου έφερε έναν μάγειρα που έγινε το δεξί μου χέρι. Με ρωτούσε «κυρία Feyrouz, τι βάζετε εκεί;» κι αμέσως έγραφε. Η ποιότητα σε ένα μαγαζί δεν πρέπει να πέφτει, πρέπει να ανεβαίνει, και πρέπει να ξέρεις πώς φτιάχνεται ένα φαγητό σταθερά, γιατί αν μια μέρα φας καλά και την επομένη άσχημα το μαγαζί δεν είναι καλό. Όταν ανοίξαμε, στην αρχή τσακωνόμουν κάθε μέρα με τον Ανδρέα, μου έλεγε «μάνα θέλω να ξέρω τι έβαλες μέσα σε αυτό», «ρε παιδί μου», του έλεγα, «δεν θυμάμαι».

Έβγαινα από το μαγαζί, έκανα μια βόλτα κι έκλαιγα. Έλεγα: «Θεέ μου, βοήθησέ με να μπορώ να μαγειρέψω όπως θέλει». Και μου έλεγε μετά: «Δεν είσαι η μάνα μου στη δουλειά, είμαστε συνάδελφοι, κι εσύ κι αυτός που δουλεύει εδώ είστε το ίδιο για μένα». Ο Ανδρέας μας βοήθησε πολύ να μάθουμε και να οργανωθούμε και τώρα που ανοίξαμε το νέο μαγαζί γράφω συνέχεια ό,τι κάνω. Το μυστικό είναι να το πάρεις απόφαση και να αφήσεις το παιδί σου να κάνει κουμάντο. Είσαι μεν μαγείρισσα, βγάζεις ωραία πράγματα, αλλά δεν φτάνει μόνο αυτό. Έχει σημασία να είναι πάντα καλό αυτό που προσφέρεις στον κόσμο.

• Θέλω ο Θεός να μου δώσει άλλα δέκα χρόνια, να μην πεθάνω πριν ανοίξουμε το τρίτο μαγαζί που θα είναι εντελώς διαφορετικό, αυτό είναι το όνειρό μου. Πιστεύω πάρα πολύ στην τύχη. Πάντα ήμουν τυχερή κι ευχαριστώ τον Θεό γι' αυτό. Ποτέ δεν έχω μείνει χωρίς δουλειά, ποτέ δεν έχω σκεφτεί κάτι και δεν έγινε, και να σου πω; Άμα είσαι καλός άνθρωπος και δεν σκέφτεσαι το κακό για τον άλλο, πάντα προχωράς. Δεν έχω ποτέ ζηλέψει κανένα, ούτε και ανταγωνιστή μου.

Το μαγαζί το καθαρίζω μόνη μου και θα το καθαρίζω πάντα, όσο μπορώ, κι ας με σχολιάζουν στη γειτονιά. Όταν καθαρίζεις φεύγουν όλα, μέσα-έξω, και από την ψυχή σου. Ρίχνω το νερό μου για να έρθει ξανά ο κόσμος, βάζω το λιβάνι μου, αυτό είναι χαρά μου, και λέω στον γιο μου: «Να πάρεις μια μαγείρισσα, θα την έχω δίπλα μου, αλλά την καθαριότητα θα την έχω εγώ»

• Μου αρέσει να πηγαίνω στο κομμωτήριο, να φτιάχνομαι, γιατί δεν γίνεται να αφήνεις τον εαυτό σου απεριποίητο. Μου αρέσει πολύ να πηγαίνω για μασάζ, αυτό πάνω απ' όλα, γιατί με τη δουλειά πονάνε τα χέρια μου. Τώρα δεν έχω χρόνο, αλλά τον χειμώνα κάνω μασάζ τουλάχιστον κάθε 15 μέρες.

Τραγουδάω, παίζω τουμπερλέκι κι ο σύζυγός μου φλάουτο. Έχουμε μεγάλη αγάπη στη μουσική. Ο πατέρας μου τραγουδούσε με τη Feyrouz, από κει έχω πάρει το όνομα. Στον Λίβανο είναι ακόμα πρώτη η Feyrouz, όπως είναι εδώ η Αλεξίου, κι είχε έρθει και είχε κάνει συναυλία εδώ. Ο πατέρας μου είχε πάρα πολύ ωραία φωνή και πήγε να τραγουδήσει μαζί της, αλλά η μάνα μου δεν ήθελε.

Ο πατέρας μου ήταν κούκλος, η μάνα μου δεν ήταν όμορφη. Πήγε ο αδερφός της και της είπε: «Πού θα σε αφήσει ο άντρας σου με τέσσερα παιδιά;». Ζήλεψε φαίνεται ο θείος μου που θα έβγαζε κασέτα ο πατέρας μου και του είπε: «Ο Σωτήρης έπεσε από το δέντρο, έλα γρήγορα». Έτσι δεν συνέχισε, ούτε έκανε κασέτα. Δεν τον άφησαν να τραγουδήσει μαζί της, αλλά πήγε και την είδε στο ξενοδοχείο όταν ήρθε στην Αθήνα.

• Το νέο μαγαζί φτιάχτηκε πιο πολύ για τον μικρό μου, τον Σάββα, γιατί σκέφτηκα ότι τώρα είναι ελεύθερα τα παιδιά μου, αλλά όταν παντρευτούν και μπουν οι γυναίκες στη μέση θα είναι δύσκολα τα πράγματα. Είναι καλύτερα να έχει ο καθένας το δικό του μαγαζί. Στο μαγαζί με τα γλυκά έχουμε κιουνεφέ και μπακλαβά, ασουρέ, σεκέρ παρέ, ρυζόγαλο και καζάν ντιμπί. Όλα τα γλυκά μας είναι χειροποίητα, δεν έχουμε τίποτα έτοιμα απ' έξω. Στο κιουνεφέ φτιάχνουμε το μαλλί μόνοι μας, σε δικό μας μηχάνημα, και όταν θα είναι η εποχή για το γάλα, θα φτιάχνω μόνη μου και το τυρί. Έχουμε και καφέ ελληνικό εξαιρετικό, ένα ειδικό χαρμάνι. Ειδικά ο καφές με καρδάμωμο σου δίνει δύναμη. Είναι το καλύτερο για την καρδιά. Σιγά-σιγά θα βάλουμε και νέα πράγματα στο μαγαζί.

• Η ζωή με έχει μάθει να είμαι αγαπημένη με όλο τον κόσμο, να μη λέω ψέματα σε κανέναν και να δίνω αγάπη και χαμόγελο. Να είμαι ευχαριστημένη με αυτό που έχω και να μη ζητάω τίποτα παραπάνω. Χαίρομαι που όλοι έρχονται με χαμόγελο, κανείς δεν έρχεται στο μαγαζί μου με μούτρα, ποτέ. Και φεύγουν με γέλιο. Αυτό μου λέει «Feyrouz προχώρα, προχώρα όσο πιο πολύ μπορείς...»

Τραγουδάω, παίζω τουμπερλέκι κι ο σύζυγός μου φλάουτο. Έχουμε μεγάλη αγάπη στη μουσική. Ο πατέρας μου τραγουδούσε με τη Feyrouz, από κει έχω πάρει το όνομα. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LifO

Feyrouz

Αγάθωνος 2, Αθήνα, 213 0318060

Ώρες Λειτουργίας: Δευ - Πεμ: 12:00 - 22:00, Παρ - Σαβ: 12:00 - 23:00

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.